Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

TTIP: Επίθεση σε δημόσιο, προσωπικά δεδεδομένα και Δημοκρατία




Το ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ παρουσιάζει το εγχειρίδιο του John Hilary «Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP): Χάρτα απορρύθμισης, επίθεση στην εργασία, κατάλυση της δημοκρατίας», που εξηγεί τα πάντα γύρω από την «αμαρτωλή» συμφωνία. Το tvxs.gr το δημοσιεύει σε συνέχειες.

Επίθεση στον δημόσιο τομέα
Το TTIP στοχεύει όχι μόνο στη χαλάρωση των κανονισμών στους τομείς του περιβάλλοντος και της ασφάλειας τροφίμων, αλλά και στην απελευθέρωση της αγοράς υπηρεσιών· σε αυτά τα σχέδια συμπεριλαμβάνεται και το άνοιγμα δημόσιων υπηρεσιών όπως η υγεία, η παιδεία και το νερό στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι αμερικανικές εταιρείες επιθυμούν διακαώς να αποκτήσουν πρόσβαση στα δημόσια συστήματα υγείας της Ευρώπης, τα οποία βλέπουν σαν τεράστιες αγορές που παραμένουν ανεκμετάλλευτες. Η αμερικανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει το TTIP σαν πολιορκητικό κριό για να ανοίξει την ευρωπαϊκή αγορά υπηρεσιών στο αμερικανικό κεφάλαιο και να «αντιμετωπίσει την ύπαρξη κάθε κρατικά καθορισμένου μονοπωλίου» στον τομέα των υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Κάποιοι βουλευτές στη Βρετανία έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για το TTIP λέγοντας ότι μπορεί να «καταστρέψει» το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), γιατί δίνει το δικαίωμα στις αμερικανικές εταιρείες να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για συμβάσεις παροχής υπηρεσιών υγείας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες δεν θα συμπεριληφθούν στο TTIP, χάρη στην εξαίρεση των υπηρεσιών που «παρέχονται στο πλαίσιο της άσκησης κυβερνητικής εξουσίας», όπως ορίζει η Γενική Συμφωνία για τις Συναλλαγές στον Τομέα των Υπηρεσιών (GATS)του ΠΟΕ. Ωστόσο η Επιτροπή έχει προ πολλού παραδεχτεί ότι αυτή η ρήτρα δεν παρέχει καμία προστασία στις δημόσιες υπηρεσίες, δεδομένου ότι ο ορισμός της για το ποιες υπηρεσίες μπορούν να εξαιρεθούν είναι πολύ περιορισμένος. Ως εκ τούτου, η ΕΕ αναγκάστηκε να εισαγάγει μια επιπλέον περιοριστική διάταξη στο αρχικό χρονοδιάγραμμα του 1995 που όριζε τις δεσμεύσεις της για τον τομέα των υπηρεσιών, ώστε να εξαιρεθούν οι δημόσιες υπηρεσίες της από τη συμμόρφωση στους ανόνες της GATS. Έκτοτε όμως, η Επιτροπή κινείται προς την άρση αυτής της «εξαίρεσης των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας», με τοεπιχείρημα ότι επιδιώκει να συμπεριληφθούνοι δημόσιες υπηρεσίες στις εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ, εξαιρώντας μόνο τις υπηρεσίες που σχετίζονται με την ασφάλεια, όπως η απονομή της δικαιοσύνης, η φύλαξη των συνόρων ή ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας.
Πέρα από την προοπτική της παράδοσης των δημόσιων υπηρεσιών σε εταιρείες κερδοσκοπικού χαρακτήρα, μια από τις πιο ύπουλες επιπτώσεις των συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών όπως το TTIP είναι ότι γίνεται πρακτικά αδύνατο για μια χώρα να αναστρέψει την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών της αφότου αυτή θα έχει συντελεστεί. Αυτό το φαινόμενο «εγκλωβισμού» θα λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις εάν το TTIP υιοθετήσει την προσέγγιση της «αρνητικής λίστας» που περιέχεται στη νέα συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ ΕΕ και Καναδά: σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, γνωστή ως «list it or lose it», απελευθερώνονται όλοι οι κλάδοι του τομέα των υπηρεσιών εκτός εκείνων που εξαιρούνται ρητά.
Πρόκειται για μια ριζική μετατόπιση από την προσέγγιση της «θετικής λίστας», που συνήθως ακολουθούσε η ΕΕ, σύμφωνα με την οποία ανοίγουν στον ανταγωνισμό των ξένων επιχειρήσεων μόνον εκείνοι οι κλάδοι για τους οποίους κατατίθεται σχετική πρόταση. Ευρωπαϊκά επιχειρηματικά λόμπι έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με αντίστοιχα αμερικανικά και ζητούν από κοινού να υιοθετηθεί η προσέγγιση της αρνητικής λίστας στο TTIP προκειμένου να μεγιστοποιηθεί ο αριθμός των κλάδων προς απελευθέρωση.
Ομοίως, εάν συμπεριληφθούν στο TTIP μέτρα προστασίας των επενδυτών, οι ξένοι επενδυτές θα έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν κατά των χωρών υποδοχής για απώλεια κερδών λόγω αναίρεσης προηγούμενων ιδιωτικοποιήσεων (βλ. παρακάτω). Όταν το 2006, ο λαός της Σλοβακίας έφερε στην εξουσία μια αριστερή κυβέρνηση ως αντίδραση στην αντιλαϊκή ιδιωτικοποίηση της υγείας, μια από τις πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης ήταν να περιορίσει τη δυνατότητα των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών να κερδοσκοπούν σε βάρος του δημόσιου συστήματος υγείας. Ως αντίποινα, ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες κατέθεσαν αγωγές αποζημιώσεως κατά της κυβέρνησης της Σλοβακίας, με την ολλανδική εταιρεία Achmea να καρπώνεται στο τέλος δημόσια περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας 29,5 εκατ. ευρώ εν είδει «αποζημίωσης». Με μια πρωτοφανή αίτηση για διαιτησία που κατέθεσε το 2013, η εταιρεία Achmea επιχειρεί σήμερα να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα προκειμένου να αποτρέψει την κυβέρνηση της Σλοβακίας να δημιουργήσει ένα δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα που θα παρέχει ιατροφαρμακευτική κάλυψη σε όλους τους πολίτες της χώρας.
Ανησυχίες έχουν εκφραστεί ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς τους κινδύνους που εγκυμονεί το TTIP για τις υπηρεσίες υγείας. Ο επικεφαλής του Τμήματος Συστημάτων Υγείας της Επιτροπής, Μπέρνι Μέρκελ, προειδοποιεί ότι η ΕΕ θα πρέπει να δώσει μάχη για να προασπίσει τις διατάξεις της για τη δημόσια υγεία έναντι των απαιτήσεων των ΗΠΑ για διευρυμένη πρόσβαση στην αγορά μέσω του TTIP. Στην ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ για την Υγεία τον Οκτώβριο του 2013, ο Μέρκελ προειδοποίησε τον κόσμο να μην τρέφει ψευδαισθήσεις ότι το TTIP θα αποτελέσει ευκαιρία για την αναβάθμιση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης: «Να θυμάστε ότι το αμερικανικό σύστημα λειτουργεί καλά για όσους έχουν λεφτά, αλλά όχι και τόσο για όσους δεν έχουν».
Ταυτόχρονα όμως,η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το TTIP για να υπονομεύσει σημαντικούς οικονομικούς κανονισμούς που θεσπίστηκαν την επαύριο της κρίσης του 2008. Παρά την ομόφωνη παραδοχή ότι μια από τις πρωταρχικές αιτίες του κραχ του 2008 ήταν το χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο, η Επιτροπή επιχειρεί τώρα να διευρύνει ακόμα περισσότερο την απορρύθμιση απαιτώντας να συμπεριληφθεί το ζήτημα αυτό στις διαπραγματεύσεις για το TTIP. Την ατζέντα αυτή προωθεί η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για λογαριασμό του ισχυρού λονδρέζικου λόμπι χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (του γνωστού «Σίτι»), καθώς και η γερμανική κυβέρνηση για λογαριασμό του δικού της τραπεζικού τομέα.
Η ίδια ατζέντα προωθείται επίσης από τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ, που επιδιώκουν και αυτές να χρησιμοποιήσουν το TTIP για να αποδυναμώσουν τους νέους κανονισμούς που τέθηκαν σε ισχύ με το νόμο Dodd-Frank της κυβέρνησης Ομπάμα.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ήδη συμφωνήσει να διαπραγματευτεί τη χαλάρωση των κανόνων που διέπουν την πρόσβαση στην αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, μη εξαιρουμένης της κατάργησης των ελέγχων της κίνησης κεφαλαίων. Εκτός από την απελευθέρωση των δημόσιων υπηρεσιών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να χρησιμοποιήσουν το TTIP  για να ανοίξουν τις δημόσιες συμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι από εδώ και πέρα η τοπική αυτοδιοίκηση δεν θα μπορεί πλέον να εφαρμόζει πολιτικές προμηθειών οι οποίες της επέτρεπαν να υπηρετεί σημαντικούς κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς σκοπούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάνει γνωστή την πρόθεσή της να εξαλείψει τις δημοφιλείς διατάξεις «Buy America» (Αγοράζω αμερικανικά) στις οποίες καταφεύγουν πολλές πολιτείες των ΗΠΑ προκειμένου να στηρίξουν τις τοπικές επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει κάνει γνωστή την πρόθεσή της να βάλει στο στόχαστρο προγράμματα προμηθειών της ΕΕ, όπως τα προγράμματα προμήθειας τροφίμων τοπικής παραγωγής που προωθούνται στα σχολεία και σε άλλους δημόσιους οργανισμούς. Για μια ακόμη φορά, οι μόνοι κερδισμένοι θα είναι οι υπερεθνικές επιχειρήσεις οι οποίες εκτοπίζουν τους τοπικούς προμηθευτές και τους αποσπούν τις συμβάσεις.
Καμιά από αυτές τις μεθοδεύσεις δεν είναι αναπότρεπτη. Η γαλλική κυβέρνηση, χάρη στην αρχή της «πολιτιστικής εξαίρεσης», με την οποία πάντα προστάτευε την κινηματογραφική της βιομηχανία από τον εξωτερικό  ανταγωνισμό, ανακοίνωσε τον Ιούνιο του 2013 ότι κατόρθωσε να εξαιρέσει τις οπτικοακουστικές υπηρεσίες από την εντολή διαπραγμάτευσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το TTIP, παρά την αντίθεση του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της ιδίας της Επιτροπής. Σε μια έντονη συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, η Γαλλία απειλούσε ότι θα εμποδίσει με βέτο την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το TTIP, εάν δεν γινόταν δεκτή η αρχή της πολιτιστικής εξαίρεσης. Η αμερικανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ωστόσο ότι θα προωθήσει επιθετικά τη δική της βιομηχανία κινηματογράφου και τηλεόρασης προκειμένου να συμπεριληφθούν στις διαπραγματεύσεις οι οπτικοακουστικές υπηρεσίες. Ενοχλημένη από την αποτυχία της να εξασφαλίσει πλήρη εντολή για όλους τους κλάδους υπηρεσιών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένει ότι δεν υπάρχει στο TTIP εξαίρεση για τις οπτικοακουστικές υπηρεσίες, και ότι ενδέχεται να προσπαθήσει να τις επαναφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε μεταγενέστερο στάδιο.
Κίνδυνοι για τα προσωπικά δεδομένα
Ενώ το TTIP έχει ως πρωταρχικό στόχο την απορρύθμιση προς όφελος των επιχειρήσεων, αποσκοπεί παράλληλα στην αύξηση των κερδών τους με τον περιορισμό της πρόσβασης των πολιτών στην πληροφόρηση. Είναι πολύ πιθανό το κεφάλαιο του TTIP για την πνευματική ιδιοκτησία να περιέχει διατάξεις για τα πνευματικά δικαιώματα, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα εμπορικά σήματα με σκοπό την ενίσχυση του ελέγχου της γνώσης εκμέρους των επιχειρήσεων εις βάρος της ελεύθερης πρόσβασης σε αυτήν στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Η πολύ σημαντική εξαίρεση των σχολείων, των βιβλιοθηκών, των ατόμων με αναπηρία και της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης από τη συμμόρφωση στους κανονισμούς περί πνευματικής ιδιοκτησίας κινδυνεύει να αρθεί. Την ίδια ώρα, η φαρμακοβιομηχανία θέλει να χρησιμοποιήσει το TTIP για να περιορίσει την ελεύθερη πρόσβαση σε δεδομένα που προέρχονται από κλινικές μελέτες, κάτι που θα υπονομεύσει τη διαφάνεια και μελλοντικά θα αυξήσει τις δαπάνες των εθνικών συστημάτων υγείας.
Ένα απόρρητο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ήρθε στο φως της δημοσιότητας προκάλεσε ανησυχίες ότι μέσω του TTIP θα επανέλθουν βασικές διατάξεις της ACTA (της Εμπορικής Συμφωνίας Κατά της Παραποιησης), η οποία απορρίφθηκε από τοευρωκοινοβούλιο το 2012. Εκείνη η νομοθεσία καταγγέλθηκε σε όλη την Ευρώπη ως μια επίθεση στις ατομικές ελευθερίες, διότι θα υποχρέωνε τους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών να παρακολουθούν τη δραστηριότητα των πολιτών στο διαδίκτυο και να καταδίδουν στις Αρχές οποιονδήποτε έκριναν ύποπτο για παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι ευρωβουλευτές απέρριψαν την ACTA με συντριπτική πλειοψηφία 478 ψήφων έναντι 39 – ήταν η πρώτη φορά που το Ευρωκοινοβούλιο έκανε χρήση των νέων εξουσιών που του παρείχε η Συνθήκη της Λισσαβόνας για να απορρίψει μια διεθνή εμπορική συμφωνία. Ο σκωτσέζος ευρωβουλευτής Ντέιβιντ Μάρτιν, ο οποίος εκτελούσε χρέη εισηγητή της έκθεσης για την ACTA, προειδοποίησε τους συναδέλφους του ότι θα ήταν αδιανόητο να εγκρίνουν μια συμφωνία που ήταν αποτέλεσμα μυστικών διαπραγματεύσεων και η οποία παρουσιάστηκε στο Ευρωκοινοβούλιο ως τετελεσμένο γεγονός.
Επιπλέον το TTIP θα αποδυναμώσει τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα, καθιστώντας ευκολότερη την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε αυτά για εμπορική χρήση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη αμβλύνει σημαντικά τους κοινοτικούς κανόνες περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για τη συνοχή του ρυθμιστικού πλαισίου υπό το TTIP, καταργώντας μια σημαντική δικλίδα ασφαλείας που εμπόδιζε τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών να κατασκοπεύουν τους ευρωπαίους πολίτες. Η μέγιστη ειρωνεία, όπως αποκαλύφθηκε στα έγγραφα που εξασφάλισε ο Έντουαρντ Σνόουντεν, είναι ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ τοποθέτησε κοριούς σε γραφεία της ΕΕ στη Νέα Υόρκη, την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες, ενώ διείσδυσε και στο δίκτυο των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ώστε να αποκτήσει πρόσβαση σε εσωτερική ηλεκτρονική αλληλογραφία και έγγραφα της ΕΕ. Οι εκκλήσεις ευρωβουλευτών για διακοπή τωνδιαπραγματεύσεων για το TTIP μετά την αποκάλυψη αυτού του σκανδάλου βρήκαν σύμφωνη την επίτροπο Δικαιοσύνης της ΕΕ Βίβιαν Ρέντινγκ η οποία δήλωσε: «Δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε διαπραγματεύσεις για μια μεγάλη διατλαντική αγορά εάν υπάρχει έστω και η παραμικρή υπόνοια ότι οι εταίροι μας επιδίδονται σε δραστηριότητες κατασκοπείας των γραφείων των διαπραγματευτών μας».
ISDS: Επίλυση Διαφορών Επενδυτή-Κράτους.Απειλή για τη δημοκρατία
Η μεγαλύτερη ίσως απειλή του TTIP είναι ότι επιδιώκει να δώσει στις υπερεθνικές επιχειρήσεις την εξουσία να προσφεύγουν κατά συγκεκριμένων χωρών για ζημίες τις οποίες υπέστησαν κατόπιν αποφάσεων δημόσιας πολιτικής. Η πρόβλεψη για ένα σύστημα Επίλυσης Διαφορών Επενδυτή-Κράτους (Investor-State Dispute Settlement, ISDS) έχει πρωτοφανείς επιπτώσεις διότι αποδίδει στο υπερεθνικό κεφάλαιο νομική υπόσταση ισοδύναμη με εκείνη του έθνους-κράτους. Έτσι, στο πλαίσιο του TTIP, οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αποκτούν τη δυνατότητα να αμφισβητούν τις δημοκρατικές αποφάσεις κυρίαρχων κρατών και να διεκδικούν αποζημίωση όταν αυτές οι αποφάσεις επηρεάζουν αρνητικά τα κέρδη τους.
Οι ΗΠΑ επέμειναν να συμπεριληφθεί το ISDS σε όλες σχεδόν τις διμερείς συνθήκες επενδύσεων που έχουν υπογράψει μέχρι στιγμής, και μόνο η Αυστραλία κατόρθωσε να εξασφαλίσει την εξαίρεσή της από τον κανόνα. Με το σύστημα ISDS, οι εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να καταθέτουν αγωγές για αποζημιώσεις κατά της χώρας υποδοχής ακόμα κι αν δεν έχουν συνάψει σύμβαση με την κυβέρνησή της. Επιπλέον, επιτρέπεται στους επενδυτές να παρακάμπτουν τα τοπικά δικαστήρια και να καταθέτουν τις αγωγές τους απευθείας σε διεθνή διαιτητικά δικαστήρια, παραβιάζοντας τη συνήθη απαίτηση εξάντλησης των τοπικών ένδικων μέσων πριν από την προσφυγή σε διεθνή όργανα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εγχώριες εταιρείες «μεταμφιέστηκαν» σε ξένους επενδυτές προκειμένου να επωφεληθούν των προνομίων του ISDS και να κινήσουν διαδικασία διαιτησίας ενάντια στη δική τους κυβέρνηση.
Τα διαιτητικά δικαστήρια αυτά καθαυτά λίγο διαφέρουν από δικαστήρια-παρωδία. Οι δικαστές δεν είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως στα εθνικά δικαστικά συστήματα, αλλά μια μικρή κλίκα δικηγόρων εταιρικού δικαίου, οι οποίοι διορίζονται κατά περίπτωση και έχουν ίδιο συμφέρον να αποφανθούν υπέρ των επιχειρήσεων.
Τα δικαστήρια συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών κι οι δικαστές έχουν αποδεδειγμένα προβεί σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου τόσες πολλές φορές που ακόμα κι εκείνοι που υποστηρίζουν την ιδέα της διεθνούς διαιτησίας παραδέχονται ότι το σύστημα αυτό έχει χάσει τελείως την αξιοπιστία του. Με δημόσια δήλωσή τους, πενήντα καθηγητές νομικής και άλλοι ακαδημαϊκοί ζητούν την κατάργησή του και την επαναφορά του δικαιώματος εκδίκασης στα εθνικά δικαστήρια.
Στις περιπτώσεις όπου το ISDS έχει συμπεριληφθεί σε διμερείς συμβάσεις επενδύσεων ή σε άλλες συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, έχει ήδη επιφέρει σοβαρά πλήγματα στην άσκηση δημόσιας πολιτικής και στη δημοκρατία.
Ορισμένα από τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι τα εξής:
  •  Η σουηδική εταιρεία ενέργειας Vattenfall κινήθηκε κατά της γερμανικής κυβέρνησης για 3,7 δισ. ευρώ λόγω της απόφασης της χώρας να καταργήσει σταδιακά την πυρηνική ενέργεια μετά το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα. Σε προηγούμενη διένεξη με την πόλη του Αμβούργου για τους περιβαλλοντικούς της κανονισμούς, η Vattenfallπέτυχε την άμβλυνσή τους με την επιθετική της πολιτική.
  • Στην πρώτη από μια σειρά υποθέσεων επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους δυνάμει των κανόνων της NAFTA εναντίον του Καναδά, η χώρα αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απαγόρευση του πρόσθετου καυσίμων MMT κατόπιν αμφισβήτησης από την αμερικανική εταιρεία Ethyl. Σε μια μεταγενέστερη υπόθεση σχετικά με δικαιώματα νερού και ξυλείας, ο Καναδάς αναγκάστηκε να καταβάλει 122 εκατ. δολάρια σε μια καναδική εταιρεία χάρτου, την AbitibiBowater, η οποία χρησιμοποίησε τους κανόνες της NAFTA για να κινήσει διαδικασία διαιτησίας ενάντια στην κυβέρνηση της δικής της χώρας από τα γραφεία της στις ΗΠΑ.
  • Ο αμερικανικός κολοσσός προϊόντων καπνού Philip Morris άσκησε αγωγή κατά της κυβέρνησης της Αυστραλίας διεκδικώντας ποσό δισ-εκατομμυρίων δολαρίων σχετικά με την πολιτική δημόσιας υγείας 32 σύμφωνα με την οποία όλα τα τσιγάρα πρέπει πλέον να πωλούνται σε ουδέτερη συσκευασία. Η Philip Morris άσκησε επίσης αγωγή εναντίον της Ουρουγουάης για τα μέτρα καταπολέμησης του καπνίσματος που υιοθετήθηκαν από τη χώρα αυτή, σύμφωνα με τα οποία το 80% της επιφάνειας ενός πακέτου τσιγάρων πρέπει να καλύπτεταιαπό φωτογραφίες που απεικονίζουν τις επιπτώσεις του καπνίσματος.
  • Η χώρα που έχει υποστεί τα πιο βαριά πλήγματα από υποθέσεις επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους είναι η Αργεντινή. Πολλές από αυτές τις υποθέσεις έχουν σχέση με την απόφαση της χώρας να αποσυνδέσει το νόμισμά της από το αμερικανικό δολάριο το 2002. Μετά από πολλά χρόνια δικαστικών αγώνων, η κυβέρνηση της Αργεντινής εξαναγκάστηκε τον Οκτώβριο του 2013 να καταβάλει ποσό άνω των 500 εκατ. δολαρίων προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις πέντε εταιρειών.
  • Στη σημαντικότερη διαιτητική απόφαση επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους που εκδόθηκε ποτέ, ο Ισημερινός υποχρεώθηκε να καταβάλει στην Occidental Petroleum αποζημίωση 1,77 δισ. δολαρίων επειδή τερμάτισε σύμβαση με τον πετρελαϊκό κολοσσό όταν αυτός παραβίασε τους νόμους της χώρας. Άλλο δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση αποζημίωσης ύψους 19 δισ. δολαρίων του Ισημερινού έναντι της Chevron για τη μόλυνση του τροπικού δάσους του Αμαζονίου επί δύο δεκαετίες.
Η προσφυγή στο ISDS εκ μέρους των υπερεθνικών επιχειρήσεων έχει προσλάβει διαστάσεις επιδημίας. Μέχρι σήμερα ξεπερνούν τις 500 οι γνωστές υποθέσεις προσφυγής στη διαιτησία εναντίον τουλάχιστον 95 χωρών, από τις οποίες οι 400 προέκυψαν μέσα στην τελευταία δεκαετία. Πολλές ακόμη είναι πιθανόν να έχουν προκύψει χωρίς ποτέ να γίνουν δημόσια γνωστές λόγω της μυστικότητας που περιβάλλει τη διαδικασία της διαιτησίας.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε ολόκληρη την Ευρώπη αμφισβητούν πλέον το κατά πόσον είναι σκόπιμο να συμπεριληφθεί το ISDS στο TTIP. Η βρετανική κυβέρνηση ανέθεσε στο LSE την εκπόνηση μιας μελέτης επιπτώσεων με ανάλυση κόστους-οφέλους ως προς το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί η προστασία των επενδύσεων σε μια συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ. Το συμπέρασμα της μελέτης ήταν ότι μια τέτοια κίνηση θα εξέθετε το Ηνωμένο Βασίλειο σε έναν αριθμό διενέξεων και συνακόλουθων ζημιών ακόμη μεγαλύτερο και από αυτόν που υπέστη ο Καναδάς εξαιτίας της NAFTA, ενώ παράλληλα θα ήταν «ιδιαίτερα απίθανο» να φέρει στη χώρα νέες επενδύσεις (δεν υπάρχει διμερής συμφωνία των ΗΠΑ με άλλη βιομηχανική χώρα που να οδήγησε σε αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων στο έδαφος της χώρας αυτής). Οι μελετητές πρότειναν στην κυβέρνηση να επανεξετάσει το κατά πόσον είναι συνετό να συμπεριληφθεί στο TTIP η προστασία των επενδυτών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη αποφασίσει ποιο σύστημα επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους επιθυμεί για το TTIP. Η στάση της αποτέλεσε, ωστόσο, αντικείμενο αυξανόμενης κριτικής από ομάδες της κοινωνίας πολιτών –συμπεριλαμβανομένων διακοσίων ευρωπαϊκών, αμερικανικών και διεθνών οργανώσεων που τον Δεκέμβριο του 2013 απηύθυναν κοινή επιστολή στους κορυφαίους διαπραγματευτές του TTIP– καθώς και από κυβερνήσεις κρατών-μελών της ΕΕ.
Απαντώντας σε αυτές τις κριτικές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τον Ιανουάριο του 2014 ότι θα αναστείλει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το ISDS εντός του TTIP για περίοδο τριών μηνών προκειμένου να ξεκινήσει μια δημόσια «διαβούλευση» με τους ευρωπαίους πολίτες. Από μεταγενέστερα σχόλια του επιτρόπου Εμπορίου της ΕΕ Κάρελ ντε Χουχτ έγινε εμφανές ότι αυτή η κίνηση περισσότερο είχε σκοπό να πείσει τους σκεπτικιστές για τα προτερήματα του ISDS, παρά να
δώσει τη δυνατότητα αναθεώρησης των προθέσεων της Επιτροπής.
Ποιός είναι ο Τζον Χίλαρυ
Ο Τζον Χίλαρυ είναι Εκτελεστικός Διευθυντής της οργάνωσης War on Want. Τα κείμενά του, δημοσιευμένα κατά την προηγούμενη εικοσαετία, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων εμπορίου και επενδύσεων. Το 2013 ανακηρύχθηκε Επίτιμος Καθηγητής της Σχολής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Νόττινχαμ. Το καινούργιο του βιβλίο The Poverty of Capitalism: Economic Meltdown and the Struggle for What Comes Next (Η Φτώχεια του Καπιταλισμού: Οικονομική Κατάρρευση και η Μάχη για την Επόμενη Μέρα) εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Pluto Press τον Οκτώβριο του 2013.
• Διαβάστε το απόγευμα της Κυριακής: Η αντίσταση μεγαλώνει
Πηγή: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ - Γραφείο Βρυξελλών
Μεταφραση: Ειρήνη Αποστολίδου,Μαριάννα Τόλια

http://tvxs.gr/news/kosmos/ttip-i-epithesi-sto-dimosio-ta-prosopika-dededomena-kai-sti-dimokratia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου