Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Η θρησκευτική πίστη ως όπλο υποταγής και μαζικής καταστροφής[1]



Γράφει ο Κώστας Λάμπος 
«Φοβηθείτε λοιπόν τη φωτιά που θα έχει για τροφή τους ανθρώπους και τις πέτρες,
τη φωτιά την προετοιμασμένη για τους άπιστους.», Κοράνι

«Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την Γην, ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην,
αλλά μάχαιραν», Ιησούς Χριστός

«Ο θεός μας είναι Φωτιά που κατακαίει», Παύλος, προς Εβραίους 12.29
«Κανένα βασίλειο δεν έχει χύσει ποτέ περισσότερο αίμα από το βασίλειο του θεού», Σαρλ Λουί ντε Μοντεσκιέ
«Η πίστη είναι μια κράμπα, μια παράλυση, μια ατροφία του μυαλού σε
ορισμένες θέσεις», Έζρα Πάουντ


«Πίστη σημαίνει να μη θέλεις να μάθεις την αλήθεια», Φρειδερίκος Νίτσε
«Η πίστη σε μια ιερή υπόθεση είναι σε μεγάλο βαθμό υποκατάστατο για μια χαμένη αυτοπεποίθηση», Erich Hoffer

Ως θρησκευτική πίστη ορίζεται η άκριτη παραδοχή για την ‘εξ αποκαλύψεως’ ύπαρξη παράλογων και ανεπιβεβαίωτων μεταφυσικών δυνάμεων, καταστάσεων και πραγμάτων, όπως θεών, δαιμόνων, θαυμάτων, μεταθανάτιας ζωής, κόλασης και παραδείσου που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη Γνώση που προκύπτει από την εμπειρία, από την έρευνα και την απόδειξη με τη βοήθεια των αισθήσεων, της λογικής και της επιστήμης. Πηγή της αυθόρμητης πίστης σε υπερφυσικές δυνάμεις στους πρωτόγονους ανθρώπους υπήρξε η άγνοια και ο φόβος του αγνώστου.
Με την εμφάνιση της πατριαρχικής οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας, της ατομικής και κρατικής εξουσίας η πίστη μετακινείται σε υποτιθέμενες μεταφυσικές, ‘θεϊκές’ δυνάμεις και με τη βοήθεια εξουσιαστικών και σκοταδιστικών ιερατείων και σκηνοθετημένων μυστηριακών τελετουργιών εξελίσσεται σε σκοταδιστικές-εξουσιαστικές θρησκείες. Η θρησκευτική πίστη λειτούργησε πάντα και συνεχίζει, παρά την τεράστια εξέλιξη των επιστημών, να λειτουργεί ως όργανο των εκάστοτε εξουσιών, με σκοπό να αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο, να τον καθιστά μοιρολάτρη και δουλοπρεπή, σε αντίθεση με τη Γνώση που βοηθά τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα συνολικά να οραματίζεται, να αγωνίζεται και να διεκδικεί την κοινωνική ισότητα και να πορεύεται σταδιακά στην βελτίωση των συνθηκών ζωής και στην ολοκλήρωση ενός ανθρωπιστικού πολιτισμού.
Ο ουσιαστικός αναλφαβητισμός, η μεθοδική προπαγάνδα, ο επίμονος προσηλυτισμός και ο φόβος του υποτιθέμενου ‘θεού’ πίσω από τον οποίο κρύβεται η εξουσία, η οποία και τον κατασκεύασε δημιουργούν στο φοβισμένο και πνευματικά ευνουχισμένο άτομο την τεχνητή ανάγκη για πίστη και σωτηρία με αντάλλαγμα την υποταγή στο θεό, στον αφέντη και στην όποια εξουσία. Σκοπός αυτής της τακτικής κατασκευής τεχνητής θρησκευτικότητας, όπως και άλλων τεχνητών αναγκών είναι ο αποπροσανατολισμός των ‘πιστών’ να μην συμπεριφερθούν ως Πολίτες και από την ιδέα, τη σκέψη και τη δράση να πάρουν τη ζωή τους και τη ζωή της κοινωνίας στην οποία ζουν στα χέρια τους για να χτίσουν έναν κόσμο χωρίς ψευδαισθήσεις, χωρίς αφεντικά και δούλους.
Συχνά, αλλά όχι τυχαία, γίνεται λόγος για ‘θρησκευτικότητα’, για ‘θρησκευτικό στοχασμό’ ή ακόμα και για ‘θρησκευτικό συναίσθημα’ σαν να πρόκειται για κάτι το έμφυτο, το φυσικό και αυτονόητο και όχι σαν να μας επιβάλλεται σκόπιμα, μεθοδικά, οργανωμένα και βίαια ερήμην μας και μάλιστα σε ηλικία που δεν μπορούμε να αντιδράσουμε, από τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της κυρίαρχης θρησκευτικής, οικονομικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων.
Όμως τα βρέφη που τα κουβαλάνε οι θρησκόληπτοι γονείς τους από την ηλικία των σαράντα ημερών στην εκκλησία, δεν έχουν καμιά ιδέα για το αν και ποιόν θεό λατρεύουν οι γονείς τους και δεν εκφράζουν καμιά ανάγκη για εκκλησιασμό, αλλά το μόνο που χρειάζονται είναι επαρκή και κατάλληλη τροφή, καθαριότητα, ασφάλεια, αγνή και ανιδιοτελή αγάπη για να μεγαλώσουν κανονικά ως μέλη της κοινωνίας στην οποία βρέθηκαν. Και τα αγόρια των οκτώ ημερών που στο όνομα κάποιου βάρβαρου κατασκευασμένου θεού τα υποβάλλουν στην βάρβαρη περιτομή[2], ως φανερή απόδειξη της υποταγής στον θεό, δηλαδή στο φετίχ της εξουσίας, με αντάλλαγμα θεϊκή αποκλειστικότητα, ιδιοκτησίες και πλούτη, το μόνο που χρειάζονται είναι τη σωματική τους ακεραιότητα και όχι τον ακρωτηριασμό τους που αναπόφευκτα συνεπάγεται τον πνευματικό ακρωτηριασμό τους και τον τραυματισμό της προσωπικότητάς τους. Αλλά και τα κορίτσια, στις χώρες όπου, «σύμφωνα με την θρησκεία, όποια γυναίκα δεν υποστεί την κλειτοριδεκτομή είναι καταραμένη, δεν μπορεί να βρει άνδρα και δεν μπορεί να κάνει παιδιά»[3], δεν επέλεξαν τον σωματικό και πνευματικό ευνουχισμό τους, τον οποίο άλλωστε ο χριστιανισμός τον θεωρεί διαβατήριο για τη «βασιλεία των ουρανών»[4], που, όμως, αποσκοπεί στο να τους στερήσει τη χαρά της αγάπης και του έρωτα, τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής και να υποβαθμίσει τα αγόρια σε θρησκευόμενα ‘γιουσουφάκια’ των αφεντάδων και τα κορίτσια σε δούλες παιδοποιητικές μηχανές, και υποταγμένες υπάρξεις στην τριπλή κυριαρχία της ανδροκρατίας, της θεοκρατίας και της κεφαλαιοκρατίας.
Ούτε, βέβαια, τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που κάθε χρόνο κακοποιούνται σεξουαλικά από διάφορους ανώμαλους και από τους λεγόμενους εκπροσώπους των θεών όλων των θρησκειών, επέλεξαν να επικοινωνούν με τον υποτιθέμενο θεό τους μ’ αυτόν τον τρόπο. Και τα εκατομμύρια παιδιά των λίγων μηνών ή ετών, που τα υποβάλλουν στο τραυματικό σοκ του λεγόμενου μυστηρίου της βάπτισης, δεν ζήτησαν ούτε και χρειάζονται να γίνουν ‘δούλοι του θεού’, γιατί το μόνο που χρειάζονται είναι καλές κοινωνικές συνθήκες για να μεγαλώσουν φυσιολογικά και ίσες ευκαιρίες και προοπτικές για να γίνουν χρήσιμοι άνθρωποι σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας που οι καλοπροαίρετες γιαγιάδες ταΐζουν τα εγγόνια τους με τα παραμύθια που οι ίδιες ταϊστήκαν, από τα οποία τα περισσότερα ενσταλάζουν τον φόβο στο μυαλό των παιδιών και τους περνάνε την πίστη σε άχρηστες ιδεαλιστικές και μεταφυσικές δοξασίες, όπως ‘η κόλαση που πήγε ο κακός ο γείτονας’, ‘ο Χριστούλης που μας προστατεύει’, ο ‘παράδεισος που πήγε ο παππούς’, ακόμα κι αν ήταν, ή μήπως επειδή ήταν μακελάρης σε κάποιο κατακτητικό πόλεμο, ή εμπνευστής των κρεματορίων του Τρίτου Ράιχ.
Αλλά και τα παιδιά του σχολείου που τα σέρνουν, δάσκαλοι και γονείς, στους βαρετούς εκκλησιασμούς, στα κατηχητικά, στους προσκόπους και στα μοναστήρια, δεν εκφράζουν κανένα ενδιαφέρον για μεταφυσικούς μύθους και συνεπώς καμιά θρησκευτικότητα, αλλά μια γνήσια περιέργεια που επιζητεί να γίνει γνώση μέσα από πραγματικές εμπειρίες και λογικές απαντήσεις, που να ανταποκρίνονται στο επίπεδο των προβληματισμών και των αναγκών τους.
Αντί, όμως, να ανταποκριθούμε στις πραγματικές ανάγκες των παιδιών μας, αποθαρρύνουμε την γνήσια ερευνητική περιέργειά τους που θα τους δώσει τις δικές τους αναγκαίες εμπειρίες, τα μεγαλώνουμε αυταρχικά[5] και μπουκώνουμε το κεφάλι τους με ένα σωρό παράλογες ιστορίες γεμάτες αντιφάσεις, μυστήριο και φόβο, για τις οποίες δεν έχουμε αποδείξεις και συνεπώς ούτε λογικές απαντήσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της αντιπαιδαγωγικής και απάνθρωπης μεταχείρισης των παιδιών είναι η υποκρισία και η υποταγή για να αποφύγουν την ‘τιμωρία’, ή η οπαδοποίηση, που όταν ενηλικιωθούν τα οδηγεί στον ατομισμό, στον ανταγωνισμό, στο θρησκευτικό φονταμενταλισμό, στο ρατσισμό, στο χουλιγκανισμό και στο φασισμό, δηλαδή στον παραλογισμό, ο οποίος όμως αποφέρει κέρδη στα αφεντικά και δόξα στους πολιτικούς υπαλλήλους τους, αλλά εξαθλιώνει την εργαζόμενη κοινωνία-ανθρωπότητα.
Όλον αυτόν τον πνευματικό στραγγαλισμό του ανθρώπινου όντος και τον βιασμό της ανθρώπινης λογικής που συντελείται σε συνθήκες απόλυτης άγνοιας, φόβου και μεθοδικής εξουσιαστικής βίας τον ονόμασαν πίστη. Η πίστη όπως είναι γνωστό είναι το αντίθετο της Γνώσης και χαρακτηρίζει θρησκευτικούς μύθους σε αντίθεση με τη Γνώση που αποκτιέται με τις αισθήσεις, τη Λογική, τη μελέτη, την επικοινωνία και την επιστήμη. Τελικά η πίστη είναι, όπως λένε όσοι τη δημιουργούν και την εμπορεύονται, ένα μυστήριο[6] προς δόξαν κάποιου ανύπαρκτου θεού ή μήπως κάποιας υπαρκτής εξουσίας; Κάποιοι μάλιστα θρασείς, κομπλεξικοί, ημιμαθείς και απαίδευτοι κληρικοί και θεολόγοι παρουσιάζουν σε επίσης απαίδευτους πιστούς την ‘πίστη’ ως άλλη, ως υπερβατική αίσθηση, που την διαθέτουν μόνοι οι πιστοί, με την οποία τάχα αισθάνονται και επικοινωνούν με το θεό.
Ο Καρχηδόνιος θεολόγος Quintus Septimius Florens Tertullianus (Τερτυλιανός 155-240 μ. Χ.), όρισε τη θρησκευτική πίστη, με τη φράση Credo quia absurdum (πιστεύω επειδή είναι παράλογο), ως παραλογισμό, ως ανοησία. Γενικά, η πίστη σε κάτι, είναι η βεβαιότητα κάποιου για την αλήθεια ενός ισχυρισμού, ανεξάρτητα από το αν η βεβαιότητα αυτή είναι δικαιολογημένη, λογική και επαληθεύσιμη ή όχι. Στην περίπτωση που η βεβαιότητα είναι δικαιολογημένη τότε μιλάμε για γνώση και όχι για πίστη. Συνεπώς η θρησκευτική πίστη, ή η πίστη σε κάποιο υποτιθέμενο ‘θεό’ δεν είναι γνώση, αλλά άγνοια και παραλογισμός. Σε τελική ανάλυση η πίστη και ιδιαίτερα η απόλυτη πίστη, αν δεν είναι ‘επάγγελμα’, καταλήγει να είναι απόλυτη εξουσία της ιδέας, της αυθεντίας και της πηγής της πάνω μας. Με αυτή την έννοια η πίστη αποτελεί ένα είδος παραίτησης από το να είμαστε ο Εαυτός μας, είναι έκφραση εθελοδουλίας και διάθεση να ανήκουμε κάπου, όπου, το που δεν έχει σχεδόν καμιά σημασία, φτάνει να ανήκουμε, ακόμα και αν αυτό μας καταστρέφει.
Η έννοια της θρησκευτικής πίστης ταυτίζεται με την ψευδαίσθηση, η οποία μέσω της εκπαίδευσης έχει καταστεί αναπόδεικτη βεβαιότητα, δηλαδή δοξασία, για την ύπαρξη ενός ανώτερου όντος, του ‘θεού’. Όμως κανένας θεός, καμιά θρησκεία και καμιά πίστη δεν θα μπορούσε να σταθεί, αν δεν υπόσχονταν κάποιο ιδιαίτερο υλικό ή υποθετικό συμφέρον και δεν θεμελιώνονταν πάνω στην υστεροβουλία, στην υποκρισία, στο μίσος και στη βία κατά των απίστων και ως τέτοιοι θεωρούνται οι οπαδοί όλων των άλλων δογμάτων και πρωταρχικά βεβαίως οι άθεοι και άθρησκοι. Η κόλαση και ο παράδεισος δεν είναι παρά μια μορφή ιδιαίτερου υποτιθέμενου συμφέροντος, που παίρνει διάφορες μορφές βίας και οδηγεί στην υποταγή στη μεταφυσική εξουσία του υποτιθέμενου δημιουργού και κριτή και στην πραγματική εξουσία των εκάστοτε κυρίαρχων και εκμεταλλευτριών τάξεων, που οργανώνουν ταξίδια στον υποτιθέμενο παράδεισο των ουρανών μέσω της πραγματικής γήινης κόλασης.
Και για όσους δεν καταλαβαίνουν την ουσία της πίστης, οι θεμελιωτές της φρόντισαν να γίνουν σαφείς. Ο χριστιανισμός λ.χ. υιοθέτησε την ιουδαϊκή αντίληψη περί θεού και κατασκεύασε μεθοδικά κατά τη διαδρομή των πρώτων τεσσάρων αιώνων[7], της σύγχρονης χρονολόγησης, με πλήθος φανερών, αλλά και πολλών γνωστών και άγνωστων, σκόπιμα παραποιημένων[8] και πλαστογραφημένων[9], ακόμα και απαγορευμένων, ‘ακανόνιστων’ και απόκρυφων κειμένων[10], το μύθο του Ιησού Χριστού[11], του υποτιθέμενου θεμελιωτή του. Πολλοί από τους συγγραφείς αυτών των κειμένων και ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία, τις επιδιώξεις της κοσμικής εξουσίας και το πνευματικό τους επίπεδο παρουσιάζουν με τρόπο αντιφατικό τον Ιησού, πότε ως κήρυκα της αγάπης και πότε ως κήρυκα του μίσους: «Όποιος δεν μισεί τον πατέρα του και τη μητέρα του δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου. Και όποιος δεν μισεί τους αδελφούς και τις αδελφές του και όποιος δεν σηκώνει το σταυρό του όπως εγώ, δεν είναι άξιός μου»[12].
Η ίδια αντίληψη με κάποια παραλλαγή αναφέρεται και στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο «Όποιος αγαπάει τον πατέρα του και τη μητέρα του περισσότερο από όσο εμένα δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Κι’ όποιος αγαπάει τον γιο του ή τη θυγατέρα του παραπάνω από εμένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου»[13]. Μια τρίτη, επίσης, διαφοροποιημένη παραλλαγή μας δίνει ο Λουκάς (ΙΔ 26), «Αν κάποιος έρχεται σ’ εμένα και δεν μισεί τον πατέρα του και τη μητέρα του και τη γυναίκα του και τα παιδιά του και τους αδελφούς και τις αδελφές του, αλλά ακόμα και τη δική του ψυχή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου». Ας δούμε ακόμα μια επιβεβαίωση αυτής της αντίληψης της πίστης ως εξουσιαστικού μίσους, όπως αυτή αναφέρεται, με τη μορφή παραβολής, που υποτίθεται ότι συνήθιζε να μιλάει ο υποτιθέμενος Χριστός για τον εαυτό του, και στο κατά Λουκά (ΙΘ.27): «Εκείνους τους εχθρούς μου που δεν με θέλησαν να γίνω βασιλιάς τους, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου»[14]. Πίστη, όμως, σε ένα θεό που απαιτεί να μισείς τους γονείς σου, τα αδέρφια σου, τα παιδιά σου, αλλά και την ψυχή σου, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό σου δεν είναι μόνο ανοησία του πιστού, αλλά και μίσος της εξουσίας που κατασκευάζει τέτοιους ανισόρροπους και διεστραμμένους θεούς.
Όλες αυτές οι διαφοροποιημένες αναφορές στην υποτιθέμενη διδασκαλία του Χριστού, για τον οποίο άλλωστε, δεν υπάρχουν αξιόπιστες ιστορικές μαρτυρίες πέρα από τα ευαγγέλια, που δεν είναι αξιόπιστες πηγές και γράφτηκαν πολύ αργότερα από τους υποτιθέμενους μαθητές του, αποδείχνουν ότι ο χριστιανισμός είναι δημιούργημα του εξουσιαστικού ιερατείου και τάχθηκε να λειτουργεί ως εξουσιαστική ιδεολογία.
Η προσεκτική ανάγνωση των λεγόμενων Γραφών αποκαλύπτει την σύγχυση, τις αντιφάσεις και τις αλληλοδιαψεύσεις μεταξύ των υποτιθέμενων Ευαγγελιστών για τα ίδια υποτιθέμενα γεγονότα, ακόμα και για την πειστικότητα του μύθου εξόχως σοβαρά, όπως για παράδειγμα, ποιά ήταν τα τελευταία λόγια του Ιησού πριν πεθάνει, ή ποια και πόσα ήταν τα πρόσωπα που πήγαν πρώτα στον τάφο του και πόσοι ήταν οι υποτιθέμενοι άγγελοι που βρήκαν μπροστά τους οι υποτιθέμενοι επισκέπτες, γεγονός που τελικά παραπέμπει στην αναλήθεια των αναφερομένων, πράγμα που δεν αναιρείται με την επένδυση του όλου μύθου με ένα σωρό σωστές απόψεις κλεμμένες κατά κύριο λόγο από την αρχαία Ελληνική Γραμματεία και από την τρέχουσα εκείνη την εποχή λαϊκή σοφία.
Βέβαια για να καλύψουν αυτή τη ρηχότητα και τη βαρβαρότητα του μύθου τα ιερατεία, οι πραγματικοί δημιουργοί ‘θεών’, θρησκειών και θρησκευτικής πίστης πρόσθεσαν αργότερα στα ευαγγέλια το «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», όπως και το «αγάπα τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου», αλλά ποτέ δεν μπορείς να αγαπάς τον πλησίον σου και τον εαυτό σου περισσότερο από το ‘θεό’ σου, που στην ουσία σημαίνει ότι ποτέ δεν μπορείς να αγαπάς τον εαυτό σου περισσότερο από αυτόν που κατασκευάζει θεούς για να σε εξουσιάζει εξ’ ονόματός του..
Το αγάπα το θεό περισσότερο από τον εαυτό σου και τον πλησίον σου όσο τον εαυτό σου, που υποτίθεται σύμφωνα με το ιερατείο ότι διδάσκει ο Χριστός, παραπέμπει σ’ ένα αντιφατικό και θεοκρατικό, θεοκεντρικό, κόσμο του Φόβου της ανισότητας και της βαρβαρότητας και έρχεται σε αντίθεση με την ουμανιστική φιλοσοφία του «πάντων πραγμάτων μέτρον άνθρωπος», του Πρωταγόρα, που προηγήθηκε του Πλάτωνα[15] και του υποτιθέμενου Ιησού. Τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία αντιπαράθεσαν στον Πρωταγόρα, το πλατωνικό, ‘το πάντων πραγμάτων μέτρον ο θεός’ και συνεπώς οι αντ’ αυτού αυτόχριστοι ‘εκπρόσωποί του’.
Μια αντιπαράθεση που δεν σταμάτησε ποτέ μεταξύ της ελληνικής ανθρωποκεντρικής κοσμοαντίληψης και της ιουδαιοχριστιανικής θεοκεντρικής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας-θρησκείας και δεν θα σταματήσει όσο θα υπάρχουν σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία. Όλες οι θεοκεντρικές και κύρια οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός και ισλαμισμός) είναι χτισμένες πάνω στην ίδια εξουσιαστική ιδεαλιστική φιλοσοφία που χωρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες, για λόγους οικονομικών συμφερόντων των τοπικών εξουσιών και πολτοποιεί την ανθρώπινη προσωπικότητα για να μην αντιστέκεται στους παραλογισμούς της όποιας εξουσίας. Και επειδή όλοι οι θεοί και όλες οι θρησκείες είναι εξουσιαστικά δημιουργήματα για εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων, γι’ αυτό κρύβουν μέσα τους το σπόρο της σύγκρουσης, του ανταγωνισμού και της διάσπασης που οδήγησε όλες τις θρησκείες στην πολυδιάσπαση με τη μορφή των αιρέσεων για θεολογικούς τάχα λόγους, που όμως σχετίζονται με τη διαφωνία στη μοιρασιά του κοινωνικού πλούτου σε βάρος των εργαζόμενων.
Τι σημαίνει όμως ότι οι πιστοί πρέπει να αγαπούν το ‘θεό’ τους περισσότερο από τον εαυτό τους; Η ιστορία απαντά σ’ αυτό το ερώτημα με τα χιλιάδες εγκλήματα μίσους που διαπράχθηκαν, από πιστούς σε κάποιο ‘θεό’, ενάντια στους ‘απίστους’ που κι’ εκείνοι αγαπούσαν το δικό τους ‘θεό’ περισσότερο από τον εαυτό τους, θυσιάζοντας και οι δυό πλευρές χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, μερικές μάλιστα φορές και εκατομμύρια συνανθρώπων τους, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση του πλούτου εκείνων που οργανώνουν και ευλογούν τα Τζιχάντ, αυτούς τους ‘ιερούς πολέμους’. Το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι, πως η αγάπη και η πίστη στο ‘θεό’, που επιβάλλουν τα θρησκευτικά και εξουσιαστικά ιερατεία για τα δικά τους συμφέροντα, καταλήγει να είναι θανάσιμο μίσος προς τον εαυτό μας και προς το συνάνθρωπό μας.
Έτσι, όμως, οι άνθρωποι αποσυνδέονται από την κοινωνική πραγματικότητα και οι μεταξύ τους σχέσεις διαμεσολαβούνται και ετεροκαθορίζονται από την υποτιθέμενη σχέση τους με το ‘θεό’, μια σχέση που στην πράξη γίνεται νοητή ως σχέση ανισότητας μεταξύ ‘δημιουργού’ και ‘δημιουργήματος’, αφέντη και δούλου, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Με αυτή την έννοια «η ιδέα του θεού απορροφά, καταστρέφει όλα όσα δεν είναι θεός και αντικαθιστά όλες τις ανθρώπινες και γήινες πραγματικότητες με τα ‘θεϊκά’ πλάσματα της φαντασίας
[…] Το αναπόφευκτο επακόλουθο του αστικού δόγματος που αναζητά την ελευθερία και την ηθική των ανθρώπων έξω από την κοινωνική αλληλεγγύη, καταλήγει στην εκμεταλλευτική διακυβέρνηση από λίγους και εκλεκτούς, στην εκμετάλλευση και στην υποδούλωση των πολλών και για όλους στην άρνηση κάθε ηθικής και κάθε ελευθερίας […] Ο ιδεαλισμός ξεκινώντας από τις αφηρημένες έννοιες του θεού και της αθανασίας της ψυχής […] φτάνει μοιραία στην επικύρωση της δουλείας και της ανηθικότητας»[16], με τις γνωστές θρησκευτικές βεντέτες που καταλήγουν στους ατέλειωτους εμφύλιους σπαραγμούς και παγκόσμιους πολέμους με συνέπεια τις ατέλειωτες γενοκτονίες.
Σύμφωνα με τη θρησκευτική πίστη ο ‘θεός’ και η ‘αθάνατη ψυχή’ είναι άυλα και ως τέτοια υπάρχουν, κατά την αντίληψή τους, μόνο στο χρόνο και όχι στο χώρο. Σύμφωνα όμως με τη θεωρία της σχετικότητας ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι δυό διαφορετικά πράγματα, αλλά ένας ενιαίος χωροχρόνος που προσδιορίζει κάθε αντικειμενική πραγματικότητα και συνεπώς οποιαδήποτε οντότητα υπάρχει στο χρόνο θα πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονα και στο χώρο, αλλά και αντιστρόφως. Η υπόθεση της ύπαρξης όντων ή ενός κόσμου πέρα από τη μοναδική και ενιαία χωροχρονική πραγματικότητα της ύλης και της ενέργειας, που να παίζει οποιοδήποτε μετρήσιμο ρόλο στην ανθρώπινη ζωή είναι ανεπιβεβαίωτη σε τέτοιο βαθμό που είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι αυτό, είτε λέγεται ‘θεός’, είτε ‘άυλη και αθάνατη ψυχή’, είτε κόλαση, ή παράδεισος, δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο ο φυσικός υλικός κόσμος, οι φυσικοί νόμοι που τον κινούν και τα υλικά και πνευματικά επιτεύγματα της επιστημονικά έγκυρης και κοινωνικά χρήσιμης Γνώσης των διαχρονικών δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού.
Συνεπώς η ύπαρξη του ‘θεού’, δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε με την εμπειρία των αισθήσεων, ούτε με τη λογική, ούτε με την επιστήμη και συνεπώς η πίστη δεν είναι αντικειμενική γνώση, αλλά παράλογη, αντεπιστημονική και αναπόδεικτη υποκειμενική δοξασία, δηλαδή ψευδαίσθηση, η οποία εμφυτεύεται, ανεξάρτητα από τη βούλησή του ατόμου και προφανώς για λόγους σκοπιμότητας, στο ανθρώπινο μυαλό με την παράδοση, την παιδεία και τη θρησκευτική προπαγάνδα.
Γι’ αυτό και κανένας ενημερωμένος και λογικός άνθρωπος δεν θα διαφωνούσε με τον αμερικανό αστρονόμο, αστροφυσικό και συγγραφέα Carl Sagan ότι, «αν με τη λέξη ‘Θεός’ εννοεί κανείς το σύνολο των φυσικών νόμων που διέπουν το Σύμπαν, τότε, ολοφάνερα, υπάρχει τέτοιος θεός. Αυτός όμως ο θεός δεν ικανοποιεί συναισθηματικές ανάγκες και συνεπώς δεν έχει και πολύ νόημα να προσευχηθεί κανείς στο νόμο της βαρύτητας»[17]. Αν όμως με τη λέξη ‘θεός’ εννοούμε «το δημιούργημα της φαντασίας του ανθρώπου», το φετίχ που συμβολίζει την εξουσία, η οποία πηγάζει από την ιδιοκτησία και επιβάλει με την βία των θεσμών, των νόμων, των κοινωνικοοικονομικών δομών και των μηχανισμών αποπροσανατολισμού και καταστολής, την κοινωνική ανισότητα, υποσχόμενος ισότητα στην κόλαση ή στον παράδεισο, τότε πρέπει να το ξανασκεφτούμε, γιατί αυτός ο θεός είναι μια απάτη που γίνεται αυταπάτη. Θεός πάνσοφος, παντοδύναμος και πανάγαθος που παρεμβαίνει αυθαίρετα και κατά βούληση στο κοσμικό και στο κοινωνικό γίγνεσθαι δεν υπάρχει αντικειμενικά, όπως μαρτυρούν τα γεγονότα που καταγράφουν μια απάνθρωπη και καταστροφική βαρβαρότητα και βεβαιώνει η επιστήμη, αλλά και η κοινή λογική με βάση τα όσα συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας. Γι’ αυτό, γράφει ο Richard Dawkins «το να προκαλεί κανείς σκόπιμα σύγχυση μεταξύ αυτών των δύο εννοιών, συνιστά, κατά τη γνώμη μου, πράξη εσχάτης διανοητικής προδοσίας»[18].
Προκύπτει όμως το ερώτημα, αφού η διαφορά είναι τόσο σημαντική και η κατανόησή της τόσο εύκολη, τότε ξεπροβάλλει και πάλι το ερώτημα, γιατί τόσοι άνθρωποι πιστεύουν σε κάποιο θεό για τον οποίο σακατεύουν ή ακόμα και θυσιάζουν τη ζωή τους και το χειρότερο σακατεύουν ή ακόμα και αφαιρούν τη ζωή συνανθρώπων τους, συμμετέχοντας φανατικά σε σταυροφορίες, σε κατακτητικούς, σε ‘ιερούς’ και σε ανορθόδοξους καταστροφικούς πολέμους, στο όνομα του ‘θεού’ και της πίστης τους; Για να αναζητήσουμε μια πειστική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ποτέ και κανένας άνθρωπος στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν επέλεξε ο ίδιος και με πλήρη συνείδηση, τουλάχιστο την πρώτη θρησκεία του και συνεπώς την πίστη του. Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι ο άνθρωπος γεννιέται άθρησκος, άθεος και άπιστος, για τον απλούστατο λόγο, γιατί όταν έρχεται στον κόσμο το μόνο που χρειάζεται, όπως όλοι ξέρουμε, είναι να έχει τροφή, ασφάλεια, στοργή, σεβασμό της προσωπικότητάς του και αντικειμενική ενημέρωση, εκπαίδευση και πληροφόρηση για να συνειδητοποιήσει τη θέση του στον κόσμο και τη σχέση του με τη Φύση και την κοινωνία στην οποία βρέθηκε. Ακόμα κι’ αν μπορούσαν να μιλήσουν τα μωρά που έρχονται κάθε στιγμή στη ζωή τροφή, αγάπη και ειρήνη θα ζητούσαν από έναν κόσμο που σπαράσσεται από την πείνα και τον πόλεμο και κανένα θεό.
Αντί όμως γι’ αυτά η κοινωνία που τα υποδέχεται τους προσφέρει ό,τι και όσα της επιβάλλει η εκάστοτε εξουσία και με αυτή την έννοια κανένας μας δεν είναι ο Εαυτός του, αλλά όλοι γινόμαστε κατηγορήματα με εθνικές, θρησκευτικές, επαγγελματικές, ταξικές, φυλετικές ακόμα και ποδοσφαιρόφιλες σφραγίδες και ταυτότητες που τις επέλεξαν άλλοι για μας, άλλοι καλοπροαίρετα, αλλά οι ανθρωποφοβικές εξουσίες κακοπροαίρετα. Το γεγονός ότι αυτοί που μας υποδέχονται, όταν ερχόμαστε στη ζωή[19], ως άλλοι «αξιωματικοί κατάξεως» μας ταξινομούν και κατά τον Thomas Szasz μας «συρταρώνουν», μας βάζουν σε κουτάκια με συγκεκριμένους ρόλους, δηλαδή μας φυτεύουν σε μια ηλικία που δεν μπορούμε να κρίνουμε, να επιλέξουμε ή να αρνηθούμε τη δική τους πίστη, που και σ’ αυτούς κάποιοι άλλοι τη φύτεψαν στο δικό τους κεφάλι, χωρίς να ξέρουν στην πραγματικότητα τι κάνουν, αλλά επειδή νόμιζαν πως κάνουν κάτι καλό για εμάς και γι’ αυτούς, αποτελεί, σε συνθήκες ταξικής κοινωνίας και εκμεταλλευτικής εξουσίας, ένα διαρκές έγκλημα κατά της έννοιας, της φύσης και της οντότητας του ανθρώπου και της ανθρωπότητας.
Έτσι, και σε τελική ανάλυση, πίστη σημαίνει: οι πιστοί της μιας θρησκείας να σκοτώνουν τους «αταξινόμητους»[20] ή τους λάθος ταξινομημένους, δηλαδή τους ‘άπιστους’ και τους οπαδούς της άλλης, πράγμα που τελικά σημαίνει ότι πιστοί/άπιστοι σκοτώνουν άπιστους/πιστούς και όχι βέβαια για θρησκευτικούς λόγους, αλλά για τα οικονομικά συμφέροντα των αντίπαλων εξουσιών. Το πρώτο μεγάλο έγκλημα, του χριστιανισμού, ίσως και το μαζικότερο και βιαιότερο στην ιστορία ήταν η γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων και η καταστροφή του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, που στέρησε την ανθρωπότητα από το μεγαλύτερο μέρος της μεγάλης προσφοράς του[21], κι’ αυτό όχι γιατί ήταν τάχα ειδωλολάτρες, αλλά γιατί ήταν δημιουργοί ενός ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, ελεύθερα πνεύματα, ασυρτάρωτοι, αταξινόμητοι και ως τέτοιοι ήταν επικίνδυνοι για την εξουσία των σκοταδιστικών και εξουσιαστικών ιερατείων της ρωμαϊκής και στη συνέχεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δόγμα διαχρονικό και τακτική να περιθωριοποιείται κοινωνικά, να φυλακίζεται και τελικά να εξοντώνεται ως ύποπτος ψυχοπάθειας, απρόβλεπτος, ανυπότακτος και επικίνδυνος ‘όποιος ελεύθερα συλλογάται γιατί συλλογάται καλά’[22].
Σύμφωνα με μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Μπράντφορντ, τα τελευταία χίλια χρόνια έγιναν σε διάφορα μέρη του πλανήτη εβδομήντα μεγάλοι καταστροφικοί πόλεμοι, ένας περίπου κάθε δεκαπέντε χρόνια, οι περισσότεροι για υποτιθέμενους θρησκευτικούς λόγους και σε κάθε περίπτωση με τις ευλογίες των θρησκευτικών-εκκλησιαστικών ηγεσιών. Από αυτούς οι τριάντα μεταξύ χριστιανών και ισλαμιστών στην περιοχή της Ευρασίας και της Μεσογείου, στην έδρα, δηλαδή, των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, που και οι τρεις ριζώνουν στον ίδιο μύθο, στον εβραϊκό εξουσιαστικό-κατακτητικό μύθο της Παλαιάς Διαθήκης, με υποτιθέμενο γενάρχη τον Αβραάμ, που όπως είδαμε συμφώνησε με ‘τον Γιαχβέ’ να του είναι πιστός ο λαός του Ισραήλ με αντάλλαγμα ο Γιαχβέ να τον αντιμετωπίζει ως ‘περιούσιο’ και να τον καταστήσει κυρίαρχο, ‘βελτιωτή’ του κόσμου.
Τόσοι άδικοι, απάνθρωποι και καταστροφικοί πόλεμοι στο όνομα κάποιου υποτίθεται παντοδύναμου, πάνσοφου και πανάγαθου θεού που καταλήγουν στη λεηλασία και στον αφανισμό αδυνάτων και φιλειρηνικών ανθρώπων, λαών και πολιτισμών δεν μπορούν να εξηγηθούν με την ψευτοθεωρία περί απληστίας της ανθρώπινης φύσης, γιατί δεν είναι οι άνθρωποι γενικά που αποφασίζουν και διεξάγουν πολέμους, αλλά τα εξουσιαστικά κοινωνικά συστήματα, δηλαδή οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που εξουσιάζουν άλλους ανθρώπους και για να συνεχίσουν να τους εξουσιάζουν πρέπει να διευρύνουν σε έκταση και σε βάθος τις εξουσίες τους, δηλαδή τις ιδιοκτησίες και τον πλούτο τους. Κι επειδή όλα αυτά οι εξουσιαστές έπρεπε κάπου να τα φορτώσουν, έβαλαν το δημιούργημά τους, το ‘θεό-φετίχ’ τους να δηλώνει ότι αυτός, (και όχι η οικονομική και κοινωνική ανισότητα και η εξουσία τη), ο θεός του Ισραήλ, ο άρχων του κόσμου και κανένας άλλος, είναι ο δημιουργός των πάντων, του φωτός, της ειρήνης και του πολέμου, της καταστροφής, της αρρώστιας, της φτώχειας και κάθε άλλου κακού[23].
Και επειδή όλη αυτή η βαρβαρότητα δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε με τα θρησκευτικά δόγματα, ούτε ακόμα και με τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, οι καπιταλιστές και οι εξουσίες τους δεν δίστασαν να διαστρεβλώσουν θεωρίες όπως αυτή της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου, για την οποία τόση χολή και βία χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν ακόμα για να την εξοβελίσουν, σκαρώνοντας ψευτοθεωρίες περί ‘κοινωνικού δαρβινισμού’, σύμφωνα με τις οποίες όφειλε να καθιερωθεί και να ενισχυθεί και στην κοινωνία ο νόμος της επικράτησης του ισχυρότερου, όπως συμβαίνει και στη ζούγκλα.
Το χορό αυτής της παραφροσύνης άνοιξε ο Άγγλος κληρικός Thomas Malthus (1776-1834) με τη δημοσίευση (1798) της εργασίας του, με τίτλο “Ένα Δοκίμιο επί της Αρχής του Πληθυσμού’’ (An Essay on the Principle of Population), με την οποία υποστήριζε ότι ενώ η παραγωγή τροφίμων αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο, αντίθετα ο πληθυσμός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, με αποτέλεσμα τα τρόφιμα να μην φτάνουν για όλους και πρότεινε την πολιτική δραστικής μείωσης του ανθρώπινου πληθυσμού ως μέτρο πρόληψης οικονομικών κρίσεων και διατήρησης της υφιστάμενης κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Τα μέτρα που πρότεινε ξεκινούσαν από την κατάργηση κάθε μορφής κοινωνικής πρόνοιας υπέρ των φτωχών, περνούσαν στην αντισύλληψη και στην αναγκαστική στείρωση και κατάληγαν στην πρόκληση επιδημιών, λιμών και πολέμων για τον αποδεκατισμό του ανθρώπινου πληθυσμού.
Η μαλθουσιανή θεωρία κατακρίθηκε ως ακραία και αντεπιστημονική, γιατί παραγνωρίζει τη συμβολή του παράγοντα επιστήμη και τεχνολογία στην παραγωγή τροφίμων. Παραβλέπει επίσης και το γεγονός ότι ο κόσμος πεινάει όχι επειδή τα τρόφιμα-αγαθά δεν φτάνουν, αλλά επειδή περισσεύουν, ως ‘υπερπαραγωγή’, αφού η ανισοκατανομή του πλούτου καταδικάζει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στην υποκατανάλωση, αφού δεν έχει χρήματα για να αγοράσει τα εμπορεύματα. Τέλος παραγνωρίζει ότι σε συνθήκες φτώχειας η υψηλή τεκνοποίηση οφείλει να αντισταθμίζει την υψηλή παιδική θνησιμότητα, την εξασφάλιση χεριών εργασίας, την ασφάλιση των γηρατειών και την επιβίωση του είδους. Παρ’ όλα αυτά τόσο ό Μάλθους, όσο και οι κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις επέμειναν στις αντιλήψεις του κοινωνικού ρατσισμού στη βάση της εισοδηματικής ανισοκατανομής, ώστε οι άνθρωποι να πεθαίνουν από την πείνα.
Ακολούθησε ο Άγγλος φιλόσοφος Herbert Spencer (1820-1903) που δια­τύπωσε, στο εννιάτομο έργο του «Ένα σύστημα συνθετικής φιλοσοφίας», τη θεωρία σύμφωνα με την οποία δεν χρειάζεται καμιά κοινωνική πρόνοια υπέρ των φτωχών και αδύνατων κοινωνικών στρωμάτων, γιατί η κοινωνία θα γίνει καλύτερη με τον ανταγωνισμό, όπου ο ισχυρότερος εκτοπίζει τους λιγότερο ισχυρούς και τους αδύνατους. Τα ίδια υποστήριξε και ο σύγχρονός του Αμερικανός οικονομολόγος-κοινωνιολόγος, William Graham Sumner (1840-1910), εκφράζοντας με ακόμα πιο ακραίο τρόπο την ιδεολογία της ‘ελεύθερης αγοράς’, που τόση ανάγκη είχε, εκείνη την περίοδο ο δυναμικά ανερχόμενος καπιταλισμός, από κάποια απενοχοποιητική δικαιολόγηση των εγκλημάτων που προκαλούσε ο κανιβαλικός ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων καπιταλιστών, μεταξύ μεγάλων και μικρών καπιταλιστών και μεταξύ καπιταλιστών και κοινωνίας. Το λάθος αυτών των θεωριών βρίσκεται στο γεγονός πως ταύτισαν τους αιώνιους και αναλλοίωτους φυσικούς νόμους της άγριας ζούγκλας, που με την αυστηρότητά τους διαμόρφωσαν τη ζωή, τη βιοποικιλότητα και την εξέλιξη των ειδών, με τους εφήμερους, άδικους και ταξικούς ανθρώπινους νόμους λειτουργίας της οικονομίας της ανισότητας και της κοινωνίας της δυστυχίας και για να το κάνουν αυτό πιστευτό σκάρωσαν καινούργιες αντιεπιστημονικές και παράλογες θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες δεν υπάρχουν κοινωνίες[24], αλλά μόνο άτομα που αλληλοσπαράσσονται σαν τα θηρία της ζούγκλας και ‘ο σώζων εαυτόν σωθήτω’.
Βέβαια όταν διαπίστωσαν πως αυτό το παραμύθι του θεοποιημένου κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού δεν προστατεύει ούτε τους ισχυρούς, τότε ανακάλυψαν καινούργιες θεότητες, όπως τα τραστ, τα καρτέλ και τα μονοπώλια, τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, τις πολιτικοστρατιωτικές συμμαχίες και το ΝΑΤΟ για να περιχαρακώσουν τα συμφέροντά τους και να λεηλατήσουν τις κοινωνίες και την ανθρωπότητα συνολικά. Και αναζητώντας άλλοθι, ξαφνικά ανακάλυψαν και πάλι, ότι για όλα φταίει ο υπερπληθυσμός και όχι ο χαοτικός, σπάταλος και καταστροφικός καπιταλισμός. Όταν όμως, ακόμα και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ διαπιστώνει ότι «με ορθολογικότερη αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων του πλανήτη θα μπορούσαν να διατραφούν είκοσι φορές περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους διατρέφονται σήμερα…»[25], φτάνει να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής και διανομής των αγαθών, τότε γίνεται προφανέστερο ότι η νεκρανάσταση του μαλθουσιανισμού δεν εκφράζει παρά τον φόβο, τον παραλογισμό, τη σχιζοφρένεια των κυρίαρχων οικονομικών συμφερόντων που αντί να χαλαρώνουν, οξύνουν ακόμα περισσότερο την ανισοκατανομή του παγκόσμιου πλούτου, υποστηριζόμενοι από τον υψηλό χριστιανικό άμβωνα και τις σχιζοφρενικές θεωρίες του περί ‘ιεράς πενίας’[26].
Εδώ και πολλές δεκαετίες, οι οικονομικοί μεγιστάνες, οι πραγματικοί κυβερνήτες του πλανήτη προσπαθούν με διάφορες κάλπικες θεωρίες εξωνημένων ‘επιστημόνων’, να πείσουν τους κατοίκους του πλανήτη ότι πλεονάζουν και ως πλεόνασμα θα αντιμετωπιστούν. Στην παγκόσμια διάσκεψη κορυφής του ΟΗΕ, που έγινε στο Rio de Janeiro το 1992, συζητήθηκαν όλα τα μεγάλα εκκρεμή προβλήματα της ανθρωπότητας και προτάθηκαν λύσεις για τον 21ο αιώνα, οι οποίες και δημοσιεύτηκαν τον Απρίλη 1993, υπό τον τίτλο ‘Agenta 21’[27] στις κυριότερες γλώσσες του κόσμου. Η βασική διαπίστωση ήταν ότι, η κύρια αιτία για τη φτώχεια, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την κλιματική αλλαγή, την όξυνση των πολεμικών συγκρούσεων κ.λπ., είναι ο υπερπληθυσμός.
Για τον έλεγχο και τη μείωση του πληθυσμού εξέτασαν ακόμα και τη σχέση μεταξύ υπερπληθυσμού και πολέμων και μεταξύ άλλων πρότειναν μέτρα όπως, αντισύλληψη, άμβλωση, αναγκαστική στείρωση, υποχρεωτικό οικογενειακό προγραμματισμό, εξαγορά δικαιώματος τεκνοποίησης, αλλά ακόμα και τη διερεύνηση δυνατοτήτων μεταφοράς πλεονάζοντος πληθυσμού για εποικισμό στο διάστημα, κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια παραλλαγή της βαρβαρότητας των ναζιστικών κρεματορίων με φανταχτερό περιτύλιγμα. Προφανώς τα μέτρα αυτά δεν απόδωσαν και η αγωνία των πλούσιων και των εξουσιαστών, ότι κάποια στιγμή ο πεινασμένος πληθυσμός θα σπάσει τις αλυσίδες της άδικης νομιμότητας καθώς και τα τελευταία θρησκευτικά ταμπού και θα μπουκάρει στα Supermarkets, στα καταστήματα γενικά, στις τράπεζες και στα κυβερνεία, γίνεται μέρα με τη μέρα ατομικός και ταξικός εφιάλτης τους. Κάποιοι μάλιστα από τους σύγχρονους προφήτες της βίαιης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όπως ο Bill Gates της Microsft, ο John P. Holdren σύμβουλος του Barack Obama σε θέματα επιστήμης και τεχνολογίας, ο Τεντ Τέρνερ του CNN, ο Dave Foreman συνιδρυτής του ‘Earth First’ και πολλοί άλλοι σχεδιαστές της Νέας Τάξης Πραγμάτων, προσπαθούν με σημαία τους το νεομαλθουσιανισμό να θέσουν σε εφαρμογή τα συνωμοτικά σχέδιά τους[28], που στόχο έχουν να περιορίσουν βίαια τον ανθρώπινο πληθυσμό του πλανήτη σε ποσοστό μικρότερο από το ένα δέκατο (10%) του σημερινού[29].
Αυτό το εγκληματικό σχέδιο κάποιοι θεοσεβούμενοι νεοχριστιανοί, ή οι μουλάδες της νέας υπό κατασκευή ενιαίας θρησκείας, θα το εμφανίσουν ως θέλημα, ίσως και ως εκδίκηση του ‘θεού’, για την ασέβεια των ‘αμαρτωλών’ εργαζόμενων, των ανέργων, των ‘αόρατων’ και των κολασμένων απέναντί του και απέναντι στην εξουσία των εκπροσώπων του. Προς το παρόν πάντως προωθούν δυναμικά την πολιτική της πληθυσμιακής μείωσης, μέσω της δραστικής μείωσης των μισθών και των συντάξεων που σταδιακά οδηγεί σε περιορισμό των γάμων και των γεννήσεων, στην αύξηση της παιδικής θνησιμότητας και σε μαζικούς δια της πείνας θανάτους, χωρίς ωστόσο να τους εμποδίζει τουλάχιστον η υποτιθέμενη θρησκευτική τους πίστη, αφού έτσι κι αλλιώς θεός δεν υπάρχει για να τους εμποδίσει. Για να κατανοήσουμε αυτόν τον παραλογισμό θα πρέπει να κατανοήσουμε σε βάθος το τι αντιπροσωπεύει πραγματικά ο θεός γενικά, ο θεός του καθενός ατομικά και ο θεός της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης ειδικότερα.
Ο ‘θεός’ γενικά, ως ψευδαίσθηση, αντιπροσωπεύει την άγνοιά μας για τους νόμους κίνησης του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε[30], γι’ αυτό και ο ‘θεός’ ως έννοια εξελίσσεται παράλληλα με την εξέλιξη των γνώσεων των ανθρώπων και των εκάστοτε μορφών εξουσίας, παίρνει αντίστοιχα πολλές και διάφορες μορφές, από τις οποίες αντλεί τη νομιμοποίησή της η εκάστοτε εξουσία. Γι’ αυτό και οι αμερικάνοι, οι εβραίοι, οι ισλαμιστές, ή οι ‘ορθόδοξοι χριστιανοί’, που θεωρούν ότι, ως ‘ποίμνιο’, ως λαός και ως έθνος έχουν ένα καλύτερο θεό από τους άλλους ή ότι αγαπάνε τον ένα θεό περισσότερο από τους άλλους, περιμένουν από αυτόν να ‘ευλογεί την Αμερική’[31], να ‘συμβουλεύει’ τον πρόεδρό τους, το ραβίνο, τον μουλά ή τον αρχιεπίσκοπό τους, κάθε φορά που αυτοί ‘συνομιλούν μαζί του’. Περιμένουν να τους αντιμετωπίζει ως περιούσιο και γενικά να τους προστατεύει περισσότερο από τους άλλους, ως αντάλλαγμα της πίστης τους σ’ αυτόν.
Το καλύτερο απ’ όλα τα δώρα του ‘θεού’, είναι, όταν αναθέτει στους εκλεκτούς του την αποστολή να καταστρέψουν χώρες, να λεηλατήσουν πολιτισμούς, να πλιατσικολογήσουν οικονομίες και να σκοτώσουν εκατομμύρια άπιστους ‘τρομοκράτες’ που αμφισβητούν τη ‘θεία’ αποστολή τους να ηγεμονεύσουν στον πλανήτη και να διαχειριστούν για λογαριασμό του ‘θεού’ τον παγκόσμιο πλούτο, πράγμα που τελικά δείχνει ότι ο ‘θεός’ δεν είναι παρά το σύμβολο της εξουσίας, το συμφέρον των λίγων σε βάρος των πολλών. Αυτή η ιδιοτελής ψευδαίσθηση εγωιστικών και υστερόβουλων ατόμων που μας την περνάνε οι εξουσιαστικές θρησκείες, ότι δηλαδή για εμάς και για όλα φροντίζει ο ‘θεός’, που μας απαλλάσσει από την ευθύνη να ασχοληθούμε εμείς οι ίδιοι με τη ζωή και το μέλλον μας, τελικά μας οδηγεί στο να εμπιστευόμαστε τη ζωή και το μέλλον μας, στα ματωμένα χέρια και στα βρώμικα μυαλά των αυτόχριστων εκπροσώπων του ‘θεού’, που τάχα ασκούν κατ’ εντολήν και για λογαριασμό του την εγκόσμια εξουσία, με αποτέλεσμα οι πολλοί να ζούμε σε συνθήκες επίγειας κόλασης και οι λίγοι στον επίγειο παράδεισο[32].
Αλλά ακόμα κι’ αν υπήρχε ένας θεός, είναι βέβαιο πως κάτω από αυτές τις συνθήκες και τις παράλογες και αντικρουόμενες απαιτήσεις των επιμέρους εκπροσώπων του, θα είχε παραιτηθεί από φιλότιμο ή από ανικανότητα, αφού θα ήταν αδύνατο να τους ικανοποιήσει όλους, αν βέβαια δεν είχαν προλάβει να τον σκοτώσουν, ή ‘να τον σταυρώσουν’, όπως, κατά το χριστιανικό μύθο, έκαναν οι Εβραίοι, όταν ο Χριστός, ως Παύλος ή δια του Παύλου, προτίμησε τη Ρώμη αντί της Ιερουσαλήμ.
Ο ‘θεός’ του καθενός μας, για όσους από εμάς νοιώθουν ‘απροστάτευτα βρέφη’, που τάχα χρειάζονται έναν υψηλό-δυνατό ‘προστάτη’ και έχουν την ανάγκη ενός προσωπικού θεού, αυτός ο ‘θεός’, αντιπροσωπεύει το φόβο του θανάτου πριν την ώρα του και την ελπίδα, πως θα τους προστατέψει από όσα δυσάρεστα συμβαίνουν στους διπλανούς μας. Αυτός ο ‘θεός-προστάτης’, ως προσωπικός και οικογενειακός μας σύμβουλος, γιατρός και σωματοφύλακας, αντιπροσωπεύει και την προσδοκία μας πως, κι’ αν ακόμα, ‘ό μη γένοιτο’, συμβεί και σ’ εμάς ό,τι συμβαίνει και στους άλλους συνανθρώπους μας, τότε ανταποδίδοντάς μας την αφοσίωσή μας, θα συγχωρέσει τις αμαρτίες μας και θα μας πάει στον παράδεισο, για αιώνιες και χλιδάτες διακοπές, που τόσο στερηθήκαμε ζωντανοί υπηρετώντας τον.
Το κακό σ’ αυτή την περίπτωση έγκειται στο γεγονός πως, ενώ γνωρίζουμε ότι, ως πιστοί ζητάμε απίθανα, αντιφατικά, παράλογα και γελοία πράγματα από έναν ανύπαρκτο ‘θεό’, συνεχίζουμε να επαναλαμβάνουμε αυτή τη γελοιότητα, εξαιτίας της ανασφάλειάς μας και του εξουσιαστικού φόβου που φωλιάζει στα μυαλά μας ως «σχέση του ανθρώπου με τον θεόν» και την εξουσία. Τελικά η πίστη σε κάποιο ανύπαρκτο προσωπικό θεό, μας γελοιοποιεί, μας αποπροσανατολίζει και μας εκθέτει σε χίλιους δυό κινδύνους, από τους οποίους κανένας θεός, παρά μόνο η ενεργός συμμετοχή μας σε μια συνειδητοποιημένη και αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία μπορεί να μας προστατέψει, πράγμα που για να συμβεί πρέπει να μετακινηθούμε από το μοναχικό εγωιστικό Εγώ υπό τον θεόν και την ολιγαρχική, πλουτοκρατική, απάνθρωπη και πολεμοκάπηλη εξουσία του, στο συλλογικό-κοινωνικό Εγώ εντός του Εμείς, του αμεσοδημοκρατικά αυτοκυβερνώμενου, του αταξικού και ανθρωπιστικού Εμείς.
Όσον αφορά στο τι αντιπροσωπεύει ο θεός της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο ρόλος του είναι πολύ πιο δύσκολος, γιατί δεν πρέπει να την προστατεύει μόνο από εμάς τους κοινούς απαιτητικούς θνητούς που ζητάμε «ψωμί παιδεία ελευθερία», και κοινωνική ισότητα για αξιοπρεπή ζωή, πράγμα που θέτει σε αμφισβήτηση την δίκαιη πατρότητα, την παντοδυναμία και την παναγαθότητα του ‘θεού’, αλλά πρέπει να την προστατεύει και από τους ανταγωνιστές της, αφού κι’ εκείνοι τον επικαλούνται με το ίδιο αίτημα. Οπότε σ’ αυτή την περίπτωση δοκιμάζεται θανάσιμα η πανσοφία του, αφού είναι αδύνατο να ικανοποιήσει και τις δυό αλληλοαποκλειόμενες αντίπαλες εξουσίες που η μιά ζητάει την εξαφάνιση της άλλης, πράγμα που κάνει τους χαμένους αιρετικούς και συχνά τους οδηγεί στην αλλαγή συμμάχου ‘θεού-προστάτη-σωματοφύλακα’ και στην αντικατάσταση του προηγούμενου από τον θεό κάποιου τρίτου ανταγωνιστή της αντίπαλης εξουσίας.
Το αποτέλεσμα αυτού του παραλογισμού που ριζώνει στην άγνοια, στην ανόητη υστεροβουλία και στην παραίτησή μας από το να αυτοδιαχειριστούμε τον εαυτό μας, τη ζωή μας, τον τόπο μας και το μέλλον μας, είναι ένας διαρκής και ανελέητος πόλεμος μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, αλλά και μεταξύ εξουσιαστών και δυνάμει εξουσιαστών. Ένας πόλεμος που προσφέρει εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές θυσία στους αιμοδιψείς θεούς, (τους κατά τον Πλάτωνα «άριστους προστάτες των ανθρώπων και όλων των όντων»), των εκάστοτε εξουσιών και αποδείχνει πως τελικά η άκριτη πίστη σε θεούς και άλλα σκοτεινά δημιουργήματα των εξουσιών αποτυπώνεται ως κοινωνική ανισότητα, εκφράζεται ως θρησκευτικό μίσος και λειτουργεί ως όπλο μαζικής εξόντωσης και καταστροφής.
Αυτά τα συμπεράσματα δεν είναι προσωπικοί ισχυρισμοί και θεωρία, όπως πιθανόν θα σκεφτούν κάποιοι απληροφόρητοι, αλλά πραγματικότητα και γι’ αυτό είναι παγκόσμια γνώμη και βεβαιότητα, όπως προκύπτει και από πρόσφατη σχετική έρευνα του ιδρύματος Pew[33], (Pew Research Center), η οποία διεξήχθη μεταξύ του Μαρτίου και του Ιουνίου του 2014, σε 44 χώρες. Σύμφωνα με αυτή την έρευνα, το θρησκευτικό μίσος και η κοινωνική ανισότητα, θεωρούνται οι δυό μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές, συγκρίνοντας μάλιστα αυτά τα στοιχεία με εκείνα της ίδιας έρευνας του 2007 φαίνεται ότι το θρησκευτικό μίσος και η κοινωνική ανισότητα εξελίσσονται σε επικίνδυνα αυξανόμενες απειλές για την ανθρωπότητα, μεγαλύτερες ακόμα και από τα πυρηνικά όπλα, την μόλυνση του περιβάλλοντος, το AIDS και τις άλλες μολυσματικές ασθένειες.

Από αυτή την ενιαία απειλή της οργανωμένης θρησκευτικής πίστης, του ‘ιερού μίσους’ και της παράλληλα αυξανόμενης οικονομικής-κοινωνικής ανισότητας που λειτουργούν ως όπλο μαζικής καταστροφής και βαρβαρότητας, μπορεί να μας απαλλάξει, άτομα, κοινωνίες και ανθρωπότητα, μόνο η αντικειμενική, επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη γνώση μέσω των αισθήσεων, της λογικής και της απαλλαγμένης από σκοπιμότητες επιστήμης με τη μορφή ενός, εφικτού πια Νέου Αντικαπιταλιστικού Κινήματος Διαφωτισμού από τα κάτω, που θα αποφύγει τα λάθη του προηγούμενου ελίτικου και από τα πάνω.
Οι Πολίτες, όλοι οι Πολίτες έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν τις απαντήσεις της επιστήμης για όλα τα υπαρξιακά προβλήματα που τους απασχολούν, για να μπορούν να κάνουν τις σωστές επιλογές στην ατομική και κοινωνική τους ζωή, αλλά γι’ αυτό είναι αναγκαίος ο οργανωμένος αντίλογος απέναντι στην οργανωμένη παραπλάνησή τους. Μόνο που αυτός ο αντίλογος δεν μπορούμε να περιμένουμε να οργανωθεί από την πνευματικά ευνουχισμένη κρατικοδίαιτη πνευματική ελίτ, από τις κομματικές γραφειοκρατίες και ‘πρωτοπορίες’, από τα κρατικά και ιδιωτικά ΜΜΕ που προωθούν την παραπληροφόρηση και την ιδεολογική-κομματική διαπαιδαγώγηση, ούτε βεβαίως και από τους ‘επαγγελματίες αποβλακωτές εγκεφάλων δια της Βίβλου’[34]. Μπορεί όμως να οργανωθεί με αυτόνομες κοινωνικές πρωτοβουλίες της μορφής των νέων κοινωνικών κινημάτων που θα εντάξουν στις δραστηριότητές τους προγράμματα διαβαθμισμένης Λαϊκής Επιμόρφωσης, αξιοποιώντας εθελοντές και ικανούς τοπικούς επιστήμονες που είναι ενταγμένοι στον τοπικό κοινωνικό ιστό.
Κι’ αν παρ’ όλα αυτά υπάρξουν κάποιοι που θα συνεχίσουν να έχουν την ανάγκη να πιστεύουν σε κάτι, σε κάποιο μύθο ή φετίχ, αφού δεν θα τους είναι αρκετή η εμπιστοσύνη στον Εαυτό τους και στους συνανθρώπους τους, τότε ας πιστέψουν σε ό,τι θέλουν. Ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να πιστεύει, ή να μην πιστεύει κάπου και να μαθαίνει από τα λάθη του. Μόνο που αυτή η προσωπική πίστη θα πρέπει να είναι αυθεντική, απόλυτα ελεύθερη, συνειδητή μετά λόγου γνώσεως επιλογή και μια αυστηρά προσωπική υπόθεση, όπως και τόσες άλλες προσωπικές υποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτή η απόλυτα σεβαστή προσωπική πίστη του καθενός, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο συναισθηματικής, πνευματικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής εκμετάλλευσης από κανέναν.
Σημαίνει δηλαδή πως αυτή η επιλογή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εσωτερική ανάγκη και ως υπαρξιακή πνευματική αναζήτηση, μακριά από οργανωμένες εξουσιαστικές θρησκείες και διχαστικές Eκκλησίες που λειτουργούν ως εκμεταλλευτικές επιχειρήσεις υπό την καθοδήγηση των αδίστακτων σκοταδιστικών-εξουσιαστικών ιερατείων που μετέρχονται ασύστολα κάθε είδους βία και απάτη, αλητεία και αγυρτεία. Η αμεσοδημοκρατική, αταξική κοινωνική οργάνωση δεν αφήνει περιθώρια για αγύρτες σκοταδιστές και εκμεταλλευτές εξουσιαστές και με αυτή την έννοια αποτελεί την απόλυτη εγγύηση της ελεύθερης επιλογής, της δημιουργικής έρευνας και της αναζήτησης της ατομικής και συλλογικής ευτυχίας.
Καταλήγοντας κατανοούμε πως, ό,τι συνειδητά, συστηματικά και οργανωμένα υπόσχεται και υποδεικνύει στον άνθρωπο, στην κοινωνία και στην ανθρωπότητα κάτι το ψεύτικο κι’ ανέφικτο, όπως οι θρησκείες, οι διάφορες ιδεολογίες και όλες οι εξουσίες, αποτελεί στην πραγματικότητα απάνθρωπο και καταστροφικό όπλο μαζικής καταστροφής και σαν τέτοιο οφείλουν, οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, να το αντιμετωπίσουν. Και συνεπώς οφείλουν να το αχρηστέψουν, αποδεικνύοντας ότι οι συνθήκες ωρίμασαν για να αλλάξει η ιστορία υποκείμενο που θα οδηγήσει σ’ έναν όχι ιδεατό και ψεύτικο, αλλά, σίγουρα σε έναν, πραγματικό και πραγματικά καλύτερο κόσμο. Πάνω απ’ όλα η ανθρωπότητα του 21ου αιώνα οφείλει να αποσυνδέσει την ατομική ηθική από τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση και την οργανωμένη υποκριτική θρησκευτική ηθική που καθηλώνει την ανθρώπινη σκέψη σε στατικές αντιλήψεις, ιδέες και σχήματα κοινωνικά ξεπερασμένα και να την συνδέσει με την ισότητα, την κοινωνικότητα, τη συντροφικότητα, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη.
Η ανθρωπότητα οφείλει επίσης να ανασυνδέσει τους κοινωνικούς κανόνες και την ηθική με τη δυναμική κοινωνική, οικουμενική, ουμανιστική ηθική της κοινωνικής ισότητας, τη μοναδική δύναμη που αντιστοιχεί στις σημερινές «επιστημονικές ανακαλύψεις και στα τεχνικά επιτεύγματα που μας επιτρέπουν να οραματιζόμαστε τη μέρα που θα υπάρχει επάρκεια τροφής για όλους, τη μέρα όπου το ανθρώπινο γένος θα ενωθεί σε μια ενιαία κοινότητα και δε θα ζει πια σε απομονωμένες οντότητες. Χιλιάδες χρόνια χρειάστηκαν γι’ αυτή την ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου και για την αυξανόμενη ικανότητά του να οργανώνει την κοινωνία και να συγκεντρώνει την ενεργητικότητά του σε ένα σκοπό. Ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει ένα νέο κόσμο που έχει τους δικούς του νόμους και τα δικά του πεπρωμένα»[35].
Τελικά, η σύγχρονη απελευθερωτική επανάσταση δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει με τη διαδικασία μιας ειρηνικής και συνειδητής ακύρωσης κάθε θρησκευτικής πίστης, που ως στοιχείο εξουσιαστικής ιδεολογίας έχει γίνει φυλακή του σύγχρονου ανθρώπου και έρμα που τον κρατάει σκλάβο μιας θρησκευτικής ψευδαίσθησης, οπαδό μιας υποκριτικής ιδεολογίας και αντικείμενο εκμετάλλευσης. Γι’ αυτό και στον 21ο αιώνα, την ψεύτικη ‘ισότητα ενώπιον του θεού’, ή την απατηλή ισότητα ενώπιον του ταξικού νόμου, θα πρέπει να την αντικαταστήσουμε με την κοινωνική ισότητα στα πλαίσια μιας αταξικής κοινωνίας της τόσο παρεξηγημένης και συκοφαντημένης κοινοκτημοσύνης και της άμεσης δημοκρατίας. Γιατί μόνο σε μια κοινωνία της ισότητας, της αυτοδιεύθυνσης δεν θα είναι αναγκαίο να υπάρχει σκοταδισμός και σκόπιμη άγνοια, πείνα, σκληρότητα, εγκατάλειψη, μοναξιά, αδικία, πόλεμος, απόγνωση και απελπισία, αλλά ισότητα, αλληλεγγύη, ανθρωπιά, καλοσύνη, αξιοπρέπεια, ευημερία, ελευθερία και ειρήνη, οπότε κανείς δεν θα έχει ανάγκη από ψευδαισθήσεις και από μια ψεύτικη παρηγοριά από μια υποκριτική θρησκεία και συνεπώς δεν θα υπάρχει λόγος ύπαρξης θεού, σκοταδιστικών και εξουσιαστικών ιερατείων.
Η αναγκαία σύγχρονη και κατά κύριο λόγο ηθική επανάσταση[36] οφείλει, για να είναι αποτελεσματική, να έχει οικουμενικό ουμανιστικό χαρακτήρα, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να λύσει το σύγχρονο ‘γόρδιο δεσμό’, που δεν είναι άλλος από την ταύτιση της συνειδητά υποκριτικής ηθικής των εξουσιαστικών θρησκειών και ιδιαίτερα του ιουδαιοχριστιανισμού με την ανήθικη φύση του καπιταλισμού που παράγει ανισότητα και απάνθρωπη βία, με συνέπεια την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Επειδή όμως, σε τελική ανάλυση, τη μοίρα μας τη δημιουργούμε μόνοι μας και «το μέλλον μας δεν εξαρτάται από τα χρωματοσώματά μας, αλλά από τη δυνατότητα του ανθρώπινου είδους να δημιουργεί ένα σύνολο νέων κοινωνικών σχέσεων, σύμφωνα με τις πιο θετικές δυνατότητές του»[37], γι’ αυτό είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά παραμύθια, να εγκαταλείψουμε τη θεολατρεία και τη μοιρολατρία και να πάρουμε τη ζωή μας και το μέλλον μας στα χέρια μας.
Η ανθρωπότητα διαθέτει σήμερα όλη την αναγκαία γνώση και εμπειρία και βιώνει καθημερινά τη θρησκευτική υποκρισία και την καπιταλιστική ανηθικότητα, για να μπορεί να αφοπλίσει ηθικά, πνευματικά, πολιτικά και τελικά να αφοπλίσει ακόμα στην κυριολεξία τους θρησκευτικούς μύθους και την καπιταλιστική εξουσία, που σημαίνει αχρήστευση της ιδεολογικής κυριαρχίας και των κατασταλτικών μηχανισμών επιβουλής και εξουσίας. Αυτή είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για να αποτραπεί το πισωγύρισμα του πολιτισμού και να ανοίξει ο δρόμος για έναν καλύτερο κόσμο, στον οποίο δεν θα προσδιορίζει η οικονομία την κοινωνία, αλλά η αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία θα οριοθετεί τη μορφή, τα όρια και το ρόλο της οικονομίας[38], για να μπορούν όλες οι κοινωνίες να είναι ‘υγιείς κοινωνίες, πράγμα που σημαίνει να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις ανάγκες όλων των μελών τους, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις αντικειμενικές συνθήκες της ύπαρξής τους’[39].
Η παράλογη, η άδικη και κοινωνικά ανήθικη δράση όλων των θρησκειών, ως νομιμοποιητική δύναμη των απάνθρωπων και καταστροφικών ταξικών εξουσιών, προκαλεί την αντίδραση πολλών ορθολογικά σκεπτόμενων ανθρώπων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση του σκεπτικισμού και της αθεΐας. Η πανάρχαια, όσο και η ανθρώπινη κοινωνία, ιστορία του κινήματος του σκεπτικισμού και της αθεΐας δείχνει πως στόχος του δεν ήταν και δεν είναι μόνο η μυθολογία περί ‘θεού’, αλλά η εκάστοτε καταπιεστική εξουσία. «Για να αρνηθεί κανείς το θεό δεν έφτανε απλά να αρνηθεί μόνο το θεό. Έπρεπε να αρνηθεί τον αυτοκράτορα, ή το βασιλιά που κυβερνούσε, τις κοινωνικές δομές που επέβαλε στις ζωές των ανθρώπων, τις κοινωνικές σχέσεις που ρύθμιζε, τις ελπίδες που ενέπνεε και τις αποφάσεις που τους καθησύχαζαν»[40]. Όποιος όμως αρνείται και αγωνίζεται ενάντια σε θεούς και δαίμονες, σε αυτοκράτορες, βασιλιάδες και κυβερνήτες, σε πρωθυπουργούς, Προέδρους, ψευτοδημοκρατίες και σε αντίστοιχες κοινωνικές δομές, οφείλει και να προτείνει μια διαφορετική μορφή κοινωνίας, χωρίς κοινωνική ανισότητα, θεούς και ιερατεία, χωρίς μύθους, φόβο, βία και εκμετάλλευση, χωρίς ιδιοκτησίες και εξουσίες και να αγωνίζεται για έναν καλύτερο κόσμο, για τον κόσμο της κοινωνικής ισότητας, γιατί χωρίς οικονομική-κοινωνική ισότητα δεν μπορεί να υπάρξει ένας καλύτερος κόσμος.
Όσο η ανθρωπότητα θα πορεύεται με οδηγό το κεφάλαιο, καθοδηγούμενη με μύθους περί ‘αθάνατης ψυχής’, περί ‘μεταθανάτιας ζωής’ και περί ‘θεού’ που ‘ευλογεί’ την εκάστοτε εξουσία, τόσο θα πορεύεται αναγκαστικά με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα σ’ ένα σκοταδιστικό-εξουσιαστικό τούνελ, δημιουργώντας έναν όλο και περισσότερο ακατανόητο, εικονικό κόσμο, τον λεγόμενο ‘κόσμο των αγορών’, το άλλοθι, το φετίχ της εξουσίας του σκληρού πυρήνα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου[41].
Το γεγονός πως οι θρησκείες είναι δημιουργήματα των εξουσιών, και λειτουργούν ως εξουσιαστικές ιδεολογίες που καταλήγουν στην βαρβαρότητα της ανισότητας, της ανεργίας, της επισφαλούς και κακοαμοιβόμενης υπεραπασχόλησης, της φτώχειας, της πείνας, του πολέμου, της καταστροφής της Φύσης και στην καθημερινή αλλοτρίωση των δημιουργών του πλούτου και του πολιτισμού, αποκαλύπτει ότι αυτές δεν δημιουργήθηκαν για την ψευδαίσθηση του Επέκεινα, αλλά για τον έλεγχο της καθημερινότητάς μας, για την ρύθμιση της καθημερινής σκλαβιάς μας, δηλαδή για την αποδοχή της επίγειας καπιταλιστικής κόλασης από την ‘κοινωνία των πιστών’. Από αυτό το σκοτεινό και αδιέξοδο τούνελ της σκοτεινής ‘θεοκρατίας’ και της εξουσιαστικής ιδεολογίας του απάνθρωπου και καταστροφικού καπιταλισμού, όπου κάποιοι «συμπεριφέρονται σαν τρελοί πίθηκοι παρά σαν λογικές υπάρξεις»[42] και αφού θεός δεν υπάρχει, παρά ως μύθος και ως εξουσιαστική ιδεολογία, είναι καιρός οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να συνειδητοποιήσουν ότι η απελευθέρωσή τους είναι αποκλειστικά δική τους υπόθεση και να αναλάβουν τον ιστορικό τους ρόλο, που σημαίνει:
▪ Να απελευθερώσουν, μέσω της σταδιακής εκλαΐκευσης και με τη μορφή ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος Νέου Ουμανιστικού Διαφωτισμού, τις επιστήμες και την τεχνολογία από τις εξουσίες, από τις σκοταδιστικές θρησκείες και τις διάφορες εξουσιαστικές ιδεολογίες των ‘περιούσιων’, για να τεθούν στην υπηρεσία της απελευθέρωσης του ανθρώπου, της κοινωνίας, της ανθρωπότητας και του πολιτισμού.
▪ Να διαμορφώσουν συνειδήσεις που θα καταστήσουν τον καθένα μας, την κοινωνία μας και συνολικά την ανθρωπότητα ικανή να δράσει ταυτόχρονα στα πλαίσια μιας ενιαίας ειρηνικής, αλληλέγγυας και αμεσοδημοκρατικής επαναστατικής διαδικασίας σε όλα τα επίπεδα με στρατηγικό στόχο την ανάδειξη της κοινωνίας σε υποκείμενο της ιστορίας, θεμελιωτή της κοινωνικής ισότητας και δημιουργού ενός οικουμενικού ουμανιστικού πολιτισμού.
▪ Να αποσπάσουν την οικονομία από τις απάνθρωπες και καταστροφικές δυνάμεις του κεφαλαίου και του πολέμου, από την απληστία των ιδιωτικών φορέων της και του ταξικού-κομματικού κράτους και να την υποτάξουν στην αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία σε τοπικό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο με σκοπό την καθολική ευημερία του ‘μέτρον άριστον’ και την οικουμενική ειρήνη.
▪ Να αχρηστέψουν ολόκληρο το σύστημα των θρησκευτικών και εξουσιαστικών φετίχ, καθιστώντας το ανίσχυρο να εκτρέπει, προς την καπιταλιστική βαρβαρότητα, τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα από την πορεία τους προς την κοινωνική ισότητα, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε δικαιοσύνη, ούτε ελευθερία, ούτε δημιουργική και αμοιβαία συνεργασία, ούτε δημοκρατία, ούτε ειρήνη, ούτε ζωή στο μέλλον.
▪ Να ματαιώσουν τα σχέδια των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικής και των άλλων μεγάλων δυνάμεων, ή συνασπισμών που επιδιώκουν να ηγεμονεύσουν στον πλανήτη επιβάλλοντας μια παγκόσμια φασιστική δικτατορία.
▪ Να αποκαταστήσουν τη ζωτική σχέση κάθε ανθρώπου και κάθε ανθρώπινης κοινωνίας με κάθε μορφή ζωής της γήινης βιόσφαιρας και να διαχειριστούν ορθολογικά το φυσικό πλούτο του πλανήτη και του σύμπαντος για μια καλύτερη ποιότητα ζωής και για ένα αισιόδοξο και ανέσπερο μέλλον.
▪ Να ξεριζώσουν θεσμούς, δομές και λειτουργίες που νομιμοποιούν και αναπαράγουν την οικονομική-κοινωνική ανισότητα και όλα τα συμπαρομαρτούντα, επανακάμπτοντας στην ουμανιστική κοσμοαντίληψη της κοινοκτημοσύνης και του αμαμεσοδημοκρατικού κοινοτισμού του ‘πάντων πραγμάτων μέτρον άνθρωπος’.
▪ Να συνειδητοποιήσουμε όλοι, ή τουλάχιστον η αποφασιστική πλειονότητα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ότι στη θέση των θρησκευτικών μύθων και των εξουσιαστικών ιδεολογιών που χωρίζουν τις κοινωνίες και την ανθρωπότητα σε εχθρικά στρατόπεδα, μπορούμε και οφείλουμε να βάλουμε τον πολιτισμό της Άμεσης, δηλαδή της Αταξικής Δημοκρατίας[43], ως οργανωτική έκφραση μιας σύγχρονης Εκκλησίας του Δήμου και της οικουμενικής κοσμοαντίληψης του ανθρωπισμού, χωρίς θεούς και ιδιοκτησίες, χωρίς αφεντικά και ιερατεία, χωρίς κοινωνικές ανισότητες και ψευδαισθήσεις για κολάσεις και παραδείσους.
Τέλος για να σωθεί η ανθρωπότητα από τη σκοταδιστική και καταστροφική καπιταλιστική βαρβαρότητα υπάρχει μόνο ένας και μοναδικός δρόμος, ο δρόμος της καθολικής και της ριζικής ουμανιστικής αποκαπιταλιστικοποίησης και αποθρησκειοποίησης, ο δρόμος της κοινωνικής ισότητας, της επιστήμης, της Γνώσης και της ελευθερίας. Και επειδή, όπως είδαμε, θεός δεν υπάρχει παρά μόνο ως φετίχ, ως η άλλη πλευρά, ως είδωλο του κεφαλαίου, είναι καλό και επαναστατικό να γνωρίζουμε ότι η κατάργηση αυτού του ψευτοθεού και η αποθρησκειοποίηση δεν μπορεί να γίνει με διατάγματα, αλλά με την κατάργηση του αντικειμένου του, δηλαδή με την κατάργηση του κεφαλαίου, ως κοινωνική σχέση εξουσίας των λίγων πάνω στους πολλούς.
Και επειδή η κοινωνική ανισότητα άρχισε με την βίαιη κατάργηση των κοινών και της ισοκατανομής για λογαριασμό της ατομικής ιδιοκτησίας και της ανισοκατανομής, γεγονός που συσκοτίστηκε και εμφανίστηκε ως έργο κάποιων μεταφυσικών δυνάμεων, λογικό είναι να τελειώσει με τη σύγχρονη κατάκτηση της κοινωνικής ισότητας. Κατάκτηση που προϋποθέτει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κύρια της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα α\παραγωγής, την καθιέρωση της ισοκτησίας με την έννοια της κοινωνικής οικονομίας της ισοκατανομής των ελεύθερων και κοινών υλικών και πνευματικών αγαθών στην οποία ο καθένας θα προσφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του και θα απολαμβάνει ανάλογα με τις ανάγκες του. Μόνο τότε θα πάψουν να υπάρχουν μύθοι, μυστήρια και μυστικά για τον κόσμο, για τη ζωή και για τους νόμους κίνησης της κοινωνίας, οπότε θα πάψουν και οι άνθρωποι να τρέχουν, ως εξαθλιωμένοι ζήτουλες πίσω από ξένα, δανικά, τοξικά και ματωμένα ‘ιερά και όσια’[44] και να χρειάζονται θεούς και αφεντικά, θρησκείες και εξουσίες.
Η θρησκευτική πίστη δεν έσωσε ποτέ και κανέναν, αντίθετα ως όπλο μαζικής καταστροφής στα χέρια των απάνθρωπων και καταστροφικών εξουσιών που τη δημιούργησαν και την εμπορεύονται θανάτωσε εκατομμύρια επί εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν είναι όμως αυτή η ‘μοίρα’ της ανθρωπότητας και αργά ή γρήγορα αυτός ο εφιάλτης μπορεί και πρέπει να τελειώσει.
Μέχρι τότε ο θρησκευτικός σκοταδισμός, η ιδεολογία της οικονομίας της αγοράς και συνακόλουθα η καπιταλιστική βαρβαρότητα, ως καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, ως Αμερικανισμός και ως Νέα Τάξη Πραγμάτων, ως επεκτατικός ισλαμικός φονταμενταλισμός και ως κάθε είδους, λογής και κοπής ηγεμονισμός θα απειλούν τη ζωή, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του.
[1] Για μια διεξοδικότερη ανάλυση βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός και κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.
[2] «Και θα στήσω έγκυρον και ακατάλυτον την συμφωνίαν και την υπόσχεσίν μου αυτήν και στους απογόνους σου έπειτα από σε εις όλας τας γενεάς αυτών υπόσχεσιν παντοτεινήν και ανέκκλητον ότι θα είμαι ιδικός σου Θεός και Θεός των έπειτα από σε απογόνων σου. Και θα δώσω εις σε και έπειτα από σε στους απογόνους σου ως αιωνίαν ιδιοκτησίαν όλην αυτήν την γην Χαναάν, εις την οποίαν τώρα κατοικείς ως ξένος και θα είμαι στους απογόνους σου ο Θεός των. Είπε δε ακόμη ο Θεός προς τον Αβραάμ, σύ θα φυλάξης την διαθήκην μου αυτήν, συ και οι απόγονοί σου εις όλας τας γενεάς των. Σημείον δε και εξωτερικόν γνώρισμα της συμφωνίας μεταξύ εμού και υμών και των απογόνων σου έπειτα από σέ, εις όλας τας γενεάς αυτών ότι θα τηρήσετε την διαθήκην μου είναι τούτο Από τώρα και στο εξής θα περιτέμνεται κάθε αρσενικόν τέκνον σας. Θα περικόψετε την σαρκίνην ακροβυστίαν σας και τούτο θα είναι σημείον της συμφωνίας μας μεταξύ εμού και υμών. Καθε αρσενικόν παιδί θα περιτέμνεται οκτώ ημέρας μετά την γέννησίν του, κάθε αρσενικόν εις όλας τας γενεάς σας, όπως επίσης θα περιτέμνεται και ο δούλος, ο οποίος θα αγορασθή με χρήματα, και το παιδί παντός ξένου ο οποίος κατοικεί μαζή σας, έστω και αν δεν είναι απόγονός σου. Θα περιτμηθή όπως δήποτε ο δούλος, που εγεννήθη εις την οικίαν σου, και ο δούλος, που ηγοράσθη με χρήματα. Η περιτομή αυτή της σαρκός σας θα είναι υποχρέωσις απορρέουσα από την συμφωνίαν μας, η οποία θα έχη αιωνίαν ισχύν. Καθε αρσενικόν, του οποίου δεν περιεκόπη η σαρξ της ακροβυστίας του κατά την ογδόην ημέραν από της γεννήσεώς του και έμεινεν απερίτμητον, θα εξολοθρευθή η ύπαρξις αυτή εκ μέσου της φυλής του, διότι κατεφρόνησε και κατεπάτησε την εντολήν μου». Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις 17.7-14.
[3] Τράκα Μάχη, Κλειτοριδεκτομή: Όταν η γυναίκα βιάζεται ψυχικά και ακρωτηριάζεται σωματικά 
[4] «Εἰσὶν γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτως, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω. Τότε προσηνέχθησαν αὐτῷ παιδία, ἵνα τὰς χεῖρας ἐπιθῇ αὐτοῖς καὶ προσεύξηται…». Κατά Ματθαίον 19.12.
[5] Βλέπε Νηλ Αλεξάντερ Σάθερλαντ, Θεωρία και πράξη της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972.
[6] «Ο κουζουλός κάθε χωριού έχει την ίδια γνώση για το θεό με τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο: απολύτως καμία!», Φραγκόπουλος Στέλιος, (Επιμέλεια), Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (Συλλογικός τόμος), Εκδόσεις Βερέττα), Ρόδος 2012.
[7] «Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα, ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της χριστιανικής εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τις εβραϊκές ‘Γραφές’ (Παλαιά Διαθήκη). Μόνο κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα τα Ευαγγέλια και οι επιστολές του αποστόλου Παύλου αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του ‘κανόνα’. Δεν μπορεί να λεχθεί με σαφήνεια πότε ακριβώς άρχισε η μακρόχρονη και αδιάκοπη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης καθώς η Iστορία ουσιαστικά σιωπά για αυτή την εξέλιξη της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας. […] Η συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης έλαβε χώρα σταδιακά και επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες εντός και εκτός της εκκλησίας. Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα και εντατικοποιούνται ως τα μέσα του ίδιου αιώνα, καθώς αυξανόταν σημαντικά ο όγκος της χριστιανικής φιλολογίας που κυκλοφορούσε μεταξύ των εκκλησιών. Πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο «καινή» διαθήκη φέρεται να είναι ο επίσκοπος Ειρηναίος της Λυών στις αρχές του 3ου αιώνα, αν και δεν αντιμετωπίζει όλα τα «κανονικά» συγγράμματα της Καινής Διαθήκης με τον ίδιο τρόπο. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα, δηλαδή μετά την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο κανόνας της Καινής Διαθήκης οριστικοποιήθηκε σε μια σειρά εκκλησιαστικών συνόδων». http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1
[8] «Ει μεν μη περί άλλων πολλών διαφωνία ην προς άλληλα των αντιγραφέων έσται πάντα· τα κατά Ματθαίον μη συνάδειν αλλήλοις, ομοίως δε και τα λοιπά ευαγγέλια, νυν δε, δηλονότι πολλή γέγονεν η αντιγράφων διαφορά, είτε από ραθυμίας τινών αντιγραφέων, είτε από τόλμης τινών μοχθηράς διαθέσεως των γραφομένων, είτε από των τα εαυτοίς δοκούντα εν τη διορθώσει προστεθέντων ή αφαιρουμένων». Ωριγένης, Υπόμνημα προς Ματθαίον. Παρατίθεται στο Βεργίδης Νίκος, Νέρων και Χριστός. Η αληθινή καταγωγή του Χριστιανισμού, Εκδόσεις «Arcadia», Αθήνα 1997
[9] Ο Ρουφίνος, μεταφράζοντας στα λατινικά από τα ελληνικά το έργο του Ωριγένη «Περί Αρχών», παραδέχεται ότι: «Κάθε φορά που συναντούσα στο ελληνικό πρωτότυπο κάποιο σκανδαλώδες εδάφιο, το διασκεύαζα, το μίκραινα, ή και το αφαιρούσα ακόμα, ώστε ο αναγνώστης να μη συναντάει τίποτα, που να του κλονίζει την πίστη». Παρατίθεται στο: Βεργίδης Νίκος, Νέρων και Χριστός, ό.π.
[10] Τα Απόκρυφα κείμενα διαιρούνται σε Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές και Αποκαλύψεις. Τα σπουδαιότερα είναι: Απόκρυφα ευαγγέλια: Πρώτο ευαγγέλιο του Ιακώβου, Καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο, Κατά Πέτρον ευαγγέλιο, Ιστορία Ιωσήφ του τέκτονος, Κατ’ Αιγυπτίους ευαγγέλιο, Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου, Υπόμνημα των παραχθέντων επί Πιλάτου, Ευαγγέλιο της Αληθείας, Κατά Φίλιππο, Κατά Θωμάν (περιέχει 114 λόγια αποδιδόμενα στον Ιησού), Ευαγγέλιο του Ιούδα, Ευαγγέλιο των Εβιονιτών, Ευαγγέλιο της Μαρίας Μαγδαληνής. Απόκρυφες Πράξεις: Κήρυγμα Πέτρου, Πράξεις Πέτρου, Πράξεις Παύλου και Θέκλας, Πράξεις Παύλου, Πράξεις Ιωάννη, Πράξεις Ανδρέα, Πράξεις Θωμά, Πράξεις Φιλίππου, Πράξεις Βαρνάβα, Πράξεις Θαδδαίου, Πράξεις Ματθαίου και Πράξεις Βαρθολομαίου. Απόκρυφες Επιστολές: Επιστολή Βαρνάβα, Αλληλογραφία Παύλου και Σενέκα, Επιστολή Παύλου προς Λαοδικείς, Επιστολή Ποπλίου Λεοντούλου, Αλληλογραφία Αβγάρου με τον Ιησού, Επιστολή των έντεκα αποστόλων. Απόκρυφες Αποκαλύψεις: Αποκάλυψη Πέτρου, Αποκάλυψη Ιωάννου (απόκρυφο), Αποκάλυψη Παύλου, Αναβατικόν Παύλου, Αποκάλυψη Θωμά, Αποκάλυψη Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, Σιβυλλικοί χρησμοί κ.ά., http://el.wikipedia.org/wiki/Απόκρυφα
[11] «Ο πραγματικός Σίμων Πέτρος βρίσκεται στην αφετηρία της αλυσίδας δημιουργημένων θρύλων. Είναι ο πρώτος και σημαντικότερος επινοητής των θρύλων των Ευαγγελίων […] Ο Πέτρος είναι ο δημιουργός των βιβλικών Ευαγγελίων… Ο Πέτρος έγραψε τους πιο σημαντικούς θρύλους και σκηνοθέτησε τη σταύρωση για να επεξεργαστεί την ξαφνική αναχώρηση του Ιησού […] Αυτός που τελικά έκανε τόσο μεγάλο το χριστιανισμό ήταν ο Πέτρος και όχι ο Ιησούς, ή ο Παύλος […] Ο Πέτρος ήταν, λοιπόν, εκείνος που υπαγόρευε (και επομένως ο ιδρυτής του χριστιανισμού και δημιουργός των θρύλων), Speck Dimitri, Ο Πέτρος επινόησε τον Ιησού, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 329 κ. επ.
[12] Βλέπε, Απόκρυφο ευαγγέλιο του Θωμά, αναφέρεται στο Speck Dimitri, Ο Πέτρος επινόησε τον Ιησού…, ό. π., σελ. 365.
[13] . Ό.π., σελ. 73.
[14] Οι απόπειρες που κάνουν εκ των υστέρων μερικοί απολογητές του χριστιανικού μύθου να δώσουν διαφορετικό νόημα σ’ αυτά τα υποτιθέμενα λόγια του Ιησού και στη θέση των γονιών, των αδερφών και των παιδιών να βάλουν την παράδοση ή την παλιά θρησκεία τους, αποκαλύπτουν απλά την αμηχανία τους και είναι, τελικά, αναποτελεσματικές, γιατί δεν στέκουν λογικά και συνεπώς δεν πείθουν.
[15] «Ο Θεός έχει ταίς χερσίν αυτού τήν αρχήν, το μέσον και το πέρας πάντων των όντων. […] Ο δή Θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον άν είη μάλιστα», Πλάτων Νόμοι (Δ. 713ε και Δ. 716ε).
[16] Μπακούνιν Μιχαήλ, Θεός και κράτος, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, Αθήνα 1986.
[17] Αναφέρεται στο: Dawkins Richard, Η περί θεού αυταπάτη, Κάτοπτρον, Αθήνα 2007, σελ. 41.
[18] Ό.π., στην ίδια σελίδα.
[19] «Αμέσως μετά τη γέννησή του το παιδί εκτίθεται σε επιρροές που κατευθύνουν τις δυνατότητές του, αναχαιτίζουν την επίδοσή του σε ορισμένες μορφές συμπεριφοράς και ενθαρρύνουν την προσήλωσή του σε άλλες. Σαν μαλακός πηλός, η συμπεριφορά πλάθεται και διαμορφώνεται […] Η διαδικασία συρταροποίησης της συμπεριφοράς είναι τόσο γερά θεμελιωμένη και δουλεύει τόσο αθόρυβα, που δεν την καταλαβαίνουμε», Szasz, Thomas, Η ψυχιατρική ταξινόμηση σαν στρατηγική προσωπικής καταπίεσης, στο: Δυό δοκίμια για την ψυχιατρική καταπίεση, Ελεύθερος Τύπος, 5η έκδοση.σελ. 25 και 27.
[20] Ό.π., σελ. 25-27.
[21] «Με την επικράτηση του χριστιανισμού όσοι ζούσαν σύμφωνα με τις ελληνικές αξίες αποτέλεσαν αντικείμενα διωγμών. Όσοι δεν ασπάζονταν τον χριστιανισμό διώκονταν, φυλακίζονταν, θανατώνονταν. Πληθυσμοί ολόκληρων περιοχών εξοντώθηκαν επειδή αρνήθηκαν να ασπαστούν τα κηρύγματα των αποστόλων», Γκίκας Σωκράτης, Απομυθοποιήσεις του χριστιανισμού, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΕΡΕΤΤΑΣ, Ρόδος 2009.
[22] Szasz, Thomas, Η ψυχιατρική ταξινόμηση σαν στρατηγική προσωπικής καταπίεσης.., ό.π., σελ. 25 κ. επ.
[23] «Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός στον Κύρον, τον οποίον εγώ έχρισα βασιλέα και του οποίου την δεξιάν κατέστησα κραταιάν, δια να υπακούσουν εις αυτόν και υποταχθύν ενώπιόν του τα έθνη· και την ισχύν των βασιλέων θα συντρίψω, θα ανοίξω έμπροσθεν αυτού τας θύρας και καμμία πόλις δεν θα μείνη κλειστή δι› αυτόν. Εγώ, ω Κύρε, θα πορευθώ έμπροσθέν σου, θα εξομαλύνω τα όρη, θα συντρίψω θύρας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς θα σπάσω. Θα δώσω εις σε θησαυρούς, που ευρίσκονται εις σκοτεινούς τόπους, θα ανοίξω και θα παρουσιάσω εις σε αποκρύφους και αοράτους θησαυρούς, δια να γνωρίσης ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος σε εκάλεσεν ονομαστικώς, ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού. Εγώ θα σε καλέσω ονομαστικώς, προς χάριν του δούλου μου Ιακώβ, του εκλεκτού ισραηλιτικού λαού μου, θα σε δεχθώ ως όργανόν μου δια το έργον, που σε έχω προορίσει. Συ όμως δεν εγνώρισες εμέ, ότι δηλαδή εγώ είμαι Κυριος ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην εμού. Εγώ έδωκα εις σε αυτήν την δύναμιν· συ όμως δεν με εγνωρισες ως δωρεοδότην. Και έπραξα αυτά, δια να γνωρίσουν όσοι κατοικούν εις την ανατολήν, και οι άλλοι που κατοικούν εις την δύσιν, ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην εμού· ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός και δεν υπάρχει κανείς άλλος. Εγώ κατεσκεύασα το φως και έκαμα το σκοτάδι. Επιφέρω και αποκαθιστώ ειρήνην αλλά και παραχωρώ να έρχωνται συμφοραί και θλίψεις. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός, ο οποίος κάμνω όλα αυτά», Παλαιά Διαθήκη, Ησαΐας 45.1-7.
[24] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Η κατάρα του Χάγιεκ, η ελληνική τραγωδία και ‘έντεκα κουτές ερωτήσεις’, 
[25] Waldheim Kurt, UNO-Generalsekretär, Bericht über die Weltbevölkerung und die Ernährungsfrage, ( Έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τον παγκόσμιο πληθυσμό και το επισιτιστικό πρόβλημα), in: FORUM VEREINTE NATIONEΝ, Zeitschrift für Internationale Entwicklung, Heft 3, September 1974.
[26] «Ο χριστιανός εξομολογούμενος την ιεράν πενίαν του εν μέσω μαρτυρίων δεν είναι δυνατόν να υποστεί βασάνους, χωρίς να λάβη αμοιβήν εις τον ουρανόν. Πολλοί χριστιανοί, λέγουν, εβασανίσθησαν από ένα μακροχρόνιον λιμό, αλλ’ ιδού ακόμα μια περίπτωσις, που απέβη δι’ αυτούς επ’ αγαθώ, εφόσον υπέφεραν δια την αγάπην του θεού, διότι εκείνοι τους οποίους εθανάτωσεν η πείνα, απηλλάγησαν από του κόσμου αυτού τα δεινά, όσοι δε δεν υπέκυψαν εις αυτήν, εδιδάχθησαν να ζουν εγκρατέστερα και να νηστεύουν περισσότερο», Αυγουστίνος, Η Πολιτεία του Θεού…, ό.π., Κεφ. Ι, σελ. 20.
[27] United Nations, Agenta 21. The Uniated Nations Programme of Action from Rio, Earth Summit Rio de Janeiro 1992, UNO 1993.
[28] Για τη διάψευση των οποίων έχουν δημιουργήσει τη θεωρία της συνωμοσιολογίας με την οποία κατηγορούν μέσα από τα ΜΜΕ που ελέγχουν ως συνωμοσιολόγους, όσους αναφέρονται σε αυτά και αποκαλύπτουν με βάση έγκυρες πηγές, ακόμα και με τα λόγια και τις ενέργειες των ίδιων των παγκόσμιων συνωμοτών τα εφιαλτικά τους σχέδια, που τους εκθέτουν ως εχθρούς της ανθρωπότητας, υπονομευτές του μέλλοντός της και του πολιτισμού της.
[29] «Για να έχουμε όλοι υψηλή ποιότητα ζωής, θα πρέπει να υπάρχουν λιγότεροι άνθρωποι’», Paul R. Ehrlich, Anne H. Ehrlich, John P. Holdren, ECOSCIENCE: Population, Resources, Environment,  . «Ένας συνολικός πληθυσμός 250 με 300.000.000 ανθρώπους, δηλαδή, με μία κατά 95% πτώση από τα σημερινά επίπεδα, θα ήταν ιδανικός», Τεντ Τέρνερ. «Οι τρεις κύριοι στόχοι μου θα ήταν να μειωθεί ο ανθρώπινος πληθυσμός σε περίπου 100 εκατομμύρια παγκοσμίως, να καταστραφεί η βιομηχανική υποδομή και να δούμε την άγρια φύση, με όλα τα είδη, να επιστρέφουν σε όλο τον πλανήτη», Dave Foreman. «Οι αρνητικές επιπτώσεις της αύξησης του πληθυσμού σε όλα τα οικοσυστήματα του πλανήτη μας γίνεται όλο και πιο συγκλονιστικά εμφανής», David Rockefeller.
[30] «Για πολλούς ανθρώπους ο κύριος λόγος για τον οποίο προσκολλώνται στη θρησκεία δεν είναι επειδή βρίσκουν παρηγοριά, αλλά επειδή έχουν παραδοθεί σ’ αυτή από το εκπαιδευτικό μας σύστημα και δεν αντιλαμβάνονται καν ότι το να μην πιστεύεις αποτελεί επιλογή. Τούτο σίγουρα ισχύει και για όσους νομίζουν πως είναι δημιουργιστές. Απλώς δεν έχουν διδαχτεί σωστά την εκπληκτική εναλλακτική απάντηση του Δαρβίνου. Πιθανότατα το ίδιο ισχύει και για τον υποτιμητικό μύθο ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από θρησκεία», Dawkins Richard, Η περί θεού… ό.π., σελ. 21.
[31] Και να σκεφτεί κανείς πως ο βασικός συντάκτης της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας και τρίτος πρόεδρος των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικής, ο Thomas Jefferson, αρνήθηκε την αναγκαιότητα ύπαρξης έδρας θεολογίας στα πανεπιστήμια της ομοσπονδίας.
[32] Στην πρόσφατη έκθεση «Δουλεύοντας για τους Λίγους», της Oxfam, που δημοσιοποιήθηκε ενόψει του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός, (2014), ο πλούτος των 85 πλουσιοτέρων ανθρώπων του κόσμου ισοδυναμεί με τον πλούτο του μισού παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή των τριών δισεκατομμυρίων και εξακοσίων πενήντα εκατομυρίων φτωχότερων ανθρώπων (3.650.000.000) του κόσμου.
[33] Pew Research Center.
[34] Η καπιταλιστική τάξη χρειάζεται οπωσδήποτε ‘επαγγελματίες αποβλάκωσης εγκεφάλων δια της Βίβλου’, και τέτοιοι υπάρχουν στον κλήρο όλων των Εκκλησιών, για να εξαντλούν οι εργαζόμενοι τη φαιά ουσία τους σε διαμάχες γύρω από θρησκευτικά ζητήματα, για να μην τους μένει χρόνος να σκεφτούν την αθλιότητα της κατάστασής τους και τα μέσα βελτίωσής της, Λαφάργκ Πωλ, Η θεϊκή οφθαλμαπάτη, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 2014, σελ. 62-63.
[35] Φρομ Έριχ, Ψυχανάλυση και θρησκεία, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1974, σελ. 13.
[36] Ηθική, όχι με τη θρησκευτική και εξουσιαστική έννοια που ρυθμίζει σχέσεις μεταξύ ‘ανώτερων και κατώτερων’, αφεντικών και δούλων, μεταξύ κράτους και υπηκόων, μεταξύ ψευτοθεών ποιμένων και ποιμνίων, αλλά με την κοινωνική έννοια που ρυθμίζει σχέσεις αμοιβαιότητας και αλληλοσεβασμού μεταξύ ισότιμων και ελεύθερα συνεργαζόμενων ανθρώπων στα πλαίσια μιας αταξικής και αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας.
[37] Μπιτσάκης Ευτύχης, Η ανθρώπινη φύση είναι συμβατή με το σοσιαλισμό; στο: Φιλοσοφία, Επιστήμες και Πολιτική, Τυπωθήτω – Γεώργιος Δαρδανός, Αθήνα 1998, σελ. 59.
[38] Φρομ Έριχ, Η υγιής κοινωνία, Μπουκουμάνης, Αθήνα 2006, σελ. 352.
[39] Ό.π., σελ. 37 και 42.
[40] Σπένσερ Νικ, Άθεοι και η προέλευση των ειδών, αναφέρεται στο: Κόλλια Μικαέλα,Όσοι θεοί τόσοι άθεοι.
[41] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θρησκείες και ιερατεία στην υπηρεσία της εξουσίας, Λάμπος Κώστας, Ο σκοταδισμός ως εξουσιαστική ιδεολογία, Λάμπος Κώστας, Για την πολιτική τοξικότητα του συστήματος της θεοκρατίας-κεφαλαιοκρατίας,
[42] Szent-Györgyi Albert, Ο τρελός πίθηκος, Ρόμβος, Αθήνα χ.χ., 2η έκδοση, σελ. 9.
[43] Λάμπος Κώστας, Αταξική Δημοκρατία και Ουμανισμός στον 21ο αιώνα, στο συλλογικό τόμο: Η Άμεση Δημοκρατία στον 21ο αιώνα, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2013.
[44] «Οι θρησκείες ορίζουν ως ιερό ότι ανήκει ή αναφέρεται στον υποτιθέμενο ‘θεό’, ή γίνεται προς χάρη του, ότι μας προκαλεί φόβο και αντιμετωπίζεται με επιβαλλόμενο σεβασμό και δέος […] Αντίθετα για τον άνθρωπο, τους λαούς και την εργαζόμενη ανθρωπότητα ιερή είναι η ζωή και ειδικότερα η ανθρώπινη ζωή που για τη θρησκεία και την εξουσία φαίνεται πως η ιερότητα της ‘επίγειας ζωής’ μετριέται σε χρηματικές μονάδες, γι’ αυτό κι όταν η οικονομική αποδοτικότητά της πέφτει, τότε γίνεται προτιμότερος ο θάνατος, που με πολλούς τρόπους και για πολλούς λόγους εξαγοράζεται με την ‘μετά θάνατον ζωή’. Ιερά είναι για τον άνθρωπο και την κοινωνία τα δικαιώματά τους στην ύπαρξη, στην ευημερία, στην κοινωνική ισότητα, στην ισονομία, στην ελευθερία, στην αξιοπρέπεια και στην ειρήνη, τα οποία όμως καταπατούνται από τις θρησκείες και τις εξουσίες, γιατί έρχονται σε αντίθεση με τα δικά τους ‘ιερά’ και περιορίζουν τον πλούτο και την κυριαρχία τους. Επομένως κάθε επίκληση της ιερότητας, από θρησκείες και εξουσίες, που κρύβεται πίσω από μύθους, θεούς, σύμβολα, νόμους, πλούτο, στρατούς και ιδιοκτησίες, δεν είναι παρά μια απάτη, είναι η ιερή βαρβαρότητα, που έχει σχέση με τα ιδιωτικά και ταξικά συμφέροντά τους και λειτουργεί σε βάρος της Φύσης, της ζωής, του Ανθρώπου, της κοινωνίας, της ανθρωπότητας και του Πολιτισμού. Ιερότητα που δεν ορίζεται από την ίδια την κοινωνία, σε συνθήκες ισοκτησίας, ισοκατανομής, ισονομίας, ισοελευθερίας και οικουμενικού ουμανισμού, αποτελεί ανίερη θρησκευτική και εξουσιαστική σκουριά που ταπεινώνει τη ζωή, τον Άνθρωπο και τον Πολιτισμό του και σ’ αυτή την περίπτωση ιερότητα αποκτούν μόνο οι κοινωνικοί αγώνες για τον τερματισμό του θρησκευτικού σκοταδισμού και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και για την οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας σε τοπική, εθνική και οικουμενική κλίμακα»,
Λάμπος Κώστας,     Περί ιερότητας.



http://gregordergrieche.blogspot.gr/2015/11/1.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου