Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

ΜΜΕ · ΠΛΥΣΗ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ…



Ζώντας πλέον στην εποχή της ηλεκτρονικής ειδησιογραφίας, είδαμε τα τελευταία χρόνια, έστω και με καθυστέρηση, οι μεγαλοδημοσιογράφοι να εισβάλλουν και στο διαδίκτυο με ειδησεο-γραφικές ιστοσελίδες παραπληροφόρησης και πλασματικής ενημέρωσης, έτσι όπως ακριβώς έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν στα παραδοσιακά ΜΜΕ, τα οποία αποτελούν το τσιφλίκι μιας ολιγαρχίας. 

Όλοι μας νομίζω αναγνωρίζουμε πόσο απροκάλυπτα σχεδιασμένα είναι οι ειδήσεις των συστημικών ΜΜΕ (αν κάποιος έχει αντίρρηση, να σηκώσει το χέρι του). Όπως επίσης και όλοι μας υποπτευόμαστε ότι κάποιες ομάδες συμφερόντων δίνουν το σύνθημα για το τι θα πουν τα δίκτυα των mainstream μέσων ενημέρωσης.
Είναι ανατριχιαστικό όμως να το συνειδητοποιείς, βλέποντάς το, και σίγουρα σκανδαλώδες. Δεν έχουν καν την στοιχειώδη «ντροπή» (τι είπα τώρα, ε;) να αλλάξουν κάπως – για τα μάτια του κόσμου βρε αδερφέ – τα λόγια τους.
Όχι, το σύνθημα πρέπει να είναι ένα ώστε να γίνει απόλυτα κατανοητό από όλους και να μείνει στο μυαλό τους· ακριβώς έτσι, ως σύνθημα. Και αυτό γιατί κάποιες ομάδες συμφερόντων όχι μόνο στηρίζουν τις πιο αντιλαϊκές πολιτικές και τους πιο αντιδραστικούς πολιτικούς, αλλά διαμορφώνουν και την κουλτούρα των πολιτών προκειμένου να αποδέχονται ως «φυσικό» και «μοναδικό» το καθεστώς διαφθοράς και να εκλέγουν ως εκπροσώπους τους αυτούς που απεργάζονται την εκμετάλλευση και ισοπέδωσή τους, την καταστροφή του πολιτισμού και του περιβάλλοντος, την φτωχοποίηση της κοινωνίας και την διεύρυνση του χάσματος των ανισοτήτων!
Στην Ελλάδα, η υπερσυγκέντρωση εκδηλώθηκε στα ΜΜΕ με τον πιο παράνομο, κραυγαλέο και χυδαίο τρόπο.
Και όταν λέμε μπάτσοι, αναφερόμαστε σε καμιά δεκαριά «οικογένειες» που υφάρπαξαν -χάρη στους διεφθαρμένους πολιτικούς με τους οποίους διαπλέκονται– τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες, οι οποίες ανήκουν εξ αδιαιρέτου στον ελληνικό λαό. Στις ίδιες «οικογένειες» παρέχει τις υπηρεσίες του ένας ολόκληρος κόσμος από δημοσιογράφους, συγγραφείς και πανεπιστημιακούς, με ανταλλάγματα πάσης φύσεως˙ αμοιβές συνεργασίας, προώθηση βιβλίων, κοινωνική αναγνώριση και επαγγελματική ανέλιξη, μερίδιο εξουσίας και άλλες δελεαστικές προσφορές. Οι εφημερίδες τους εκβιάζουν τους πολιτικούς και τροφοδοτούν την τηλεόραση με την οποία από κοινού απειλούν και τρομοκρατούν τους πολίτες. Τα περιοδικά τους τροφοδοτούν τα κανάλια και, από κοινού, διαμορφώνουν την μαζική κουλτούρα. Στόχος τους η χειραγώγηση της κοινωνίας και η ανεμπόδιστη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Και φυσικά, καμία κοινωνία δεν θα ανεχόταν οποιαδήποτε ληστρική επιδρομή χωρίς να έχει προηγουμένως παραπλανηθεί και αποχαυνωθεί τεχνηέντως. Έχετε παρατηρήσει πως σχεδόν πάντα αναμασούμε, αυτά που προέρχονται από τα ΜΜΕ, τα οποία με την σειρά τους προωθούνται στο διαδίκτυο;
Και σαν να μην έφταναν βέβαια οι μπάτσοι αυτών των 10 «οικογενειών», έχουμε και τους κανονικούς μπάτσους, επισήμως ΔΗΕ, που επιβάλλουν την τάξη και τον νόμο; Πώς; Μα μπλοκάροντας σελίδες αντιενημέρωσης· με τα δικά τους πρότυπα και προφανώς κυνηγώντας εκφοβιστικά, μη αρεστά άρθρα και δημοσιεύσεις στην «δημοκρατία» που υπηρετούν. Φλομώσαμε πια στην καταστολή και στον εκφοβισμό· και αυτό, σε καμία περίπτωση, δεν είναι επάγωγο μιας δημοκρατίας.
Και για να το πω όσο πιο ήπια μπορώ, το ελληνόφωνο διαδίκτυο, βρίθει από παραπληροφόρηση, hoaxes και το πασίγνωστο FUD (Fear, Uncertainty, Doubt = Φόβος, Αβεβαιότητα Αμφιβολία), κυριαρχεί, κάνοντας την ηλιθιότητα να έχει την πρώτη θέση. Βέβαια, αυτό είναι καλό και θετικό για την εξουσία που υπηρετούν. Παραπληροφορημένοι άνθρωποι, ηλίθια μυαλά και αποχαυνωμένα με θέαμα (πχ: Mundial, Eurovision, κλπ) είναι μια χαρά για την άρχουσα τάξη καθώς πατάσσουν κάθε είδος αντίδρασης και διεκδίκησης, με την χειρότερη και ακίνδυνη για την εξουσία δράση, να βλέπεις τις μάζες να μουτζώνουν την βουλή και να βαράνε κατσαρόλες. Ελάτε τώρα, το ξέρουμε καλά, πως το μυαλό είναι ο στόχος.

ΤΑ ΜΜΕ ΔΕΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΥΝ ΠΛΕΟΝ· ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

Στα (επονομαζόμενα) «δημοκρατικά» καθεστώτα, η «επικοινωνία» υποκαθιστά την προπαγάνδα των δικτατορικών καθεστώτων.
Ο Αμερικανός Νόαμ Τσόμσκι (Avram Noam Chomsky), διανοητής, γλωσσολόγος, κοινωνικός θεωρητικός και πολιτικός ακτιβιστής, συνοψίζει αυτήν την πολιτική φιλοσοφία λέγοντας πως αμφισβητεί όλες τις μορφές εξουσίας και επιχειρεί να τις εξαλείψει αν είναι αδικαιολόγητες ενώ το βάρος της απόδειξης εναπόκειται αποκλειστικά σε αυτόν που επιχειρεί να ασκήσει εξουσία.
Ο Τσόμσκι δεν διστάζει να πει πως απέκτησε την πολιτική παιδεία του στον δρόμο, σ’ ένα κιόσκι της 72ης οδού στην Νέα Υόρκη, όπου ο θείος του πωλούσε εφημερίδες. Στην άκρη του δρόμου άντρες κρατούσαν πινακίδες με συνθήματα «Θα δουλέψουμε μόνο για φαγητό» και ο νεαρός Τσόμσκι, παιδί Εβραίων, συνειδητοποιούσε ότι είναι καμιά φορά οι προσωπικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιστημονική συγκρότηση του ανθρώπου· περισσότερο και από τις σπουδές ακόμα.
Διακεκριμένος γλωσσολόγος και καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, ο Noam Chomsky, την 21 Απριλίου 2004 αναγορεύτηκε και επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Aθηνών.
Ο Τσόμσκι συγκαταλέγεται στους διαμορφωτές γνώμης του καιρού μας, χωρίς όμως να χρησιμοποιεί τα μέσα ενημέρωσης. Τα κρίνει όμως, και δη, με τρόπο ανατρεπτικό.
Ο Noam Chomsky, που επιχείρησε νωρίς μια κριτική ανάλυση της παγκοσμιοποίησης, συνοψίζει την διαδικασία με τη φράση «παλιό κρασί σε καινούριο μπουκάλι», επιμένοντας ότι το κίνητρο των ελίτ παραμένει το ίδιο όπως πάντα: επιδιώκουν να απομονώσουν το γενικό πληθυσμό από τις διαδικασίες λήψης σημαντικών αποφάσεων, με την διαφορά ότι τα κέντρα εξουσίας είναι τώρα διεθνικές επιχειρήσεις και υπερεθνικές τράπεζες. Ο Τσόμσκι υποστηρίζει ότι η διεθνική επιχειρηματική εξουσία «αναπτύσσει τα δικά της κυβερνητικά όργανα» που αντικατοπτρίζουν την παγκόσμια εμβέλειά της.
Άλλο κεντρικό σημείο του πολιτικού έργου του Τσόμσκι είναι η ανάλυση των κυρίαρχων μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία κατηγορεί πως περιορίζουν το διάλογο προκειμένου να προωθούν επιχειρηματικά και κυβερνητικά συμφέροντα.
Στο βιβλίο του (που έγραψε μαζί με τον Edward Herrmann) «Κατασκευάζοντας τηνσυναίνεση: η Πολιτική Οικονομία των ΜΜΕ» ερευνούν το θέμα σε βάθος, παρουσιάζοντας το δικό τους «μοντέλο προπαγάνδας» των ειδησεογραφικών μέσων με αρκετές λεπτομερείς περιπτωσιολογικές μελέτες που το στηρίζουν. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο προπαγάνδας, οι πιο δημοκρατικές κοινωνίες, όπως οι ΗΠΑ, χρησιμοποιούν διακριτικά, μη βίαια μέσα ελέγχου, σε αντίθεση με τα ολοκληρωτικά συστήματα, όπου η σωματική βία μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα για να εκβιάσει τον γενικό πληθυσμό. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που λέει ο Τσόμσκι αναφερόμενος στον έλεγχο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης:
Η προπαγάνδα είναι για την δημοκρατία, ό,τι το ρόπαλο για τον ολοκληρωτισμό.
Το μοντέλο επιχειρεί να ερμηνεύσει αυτήν την συστημική μεροληψία στο πλαίσιο δομικών οικονομικών αιτιών, και όχι ως συνωμοσία.
Οι Τσόμσκι και Χέρμαν υποβάλλουν το μοντέλο τους σε εμπειρικό έλεγχο» επιλέγοντας «ζεύγη παραδειγμάτων», ζεύγη γεγονότων δηλαδή τα οποία αντικειμενικά είναι όμοια, εκτός από την σχέση τους με συγκεκριμένα συμφέροντα. Επιχειρούν για παράδειγμα να δείξουν ότι σε περιπτώσεις όπου ένας «επίσημος εχθρός» κάνει κάτι, όπως να δολοφονήσει έναν θρησκευτικό λειτουργό, ο τύπος ερευνά εξονυχιστικά το θέμα και το καλύπτει εκτεταμένα· όταν όμως η κυβέρνηση της χώρας ή ένας σύμμαχος κάνει το ίδιο (ή χειρότερο), ο τύπος το υποβιβάζει.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Ντανιέλ Μερμέ του γαλλικού ραδιοφωνικού σταθμού France Inter, ο Τσόμσκι αναλύει τους μηχανισμούς της κυριαρχίας και τους τοποθετεί στο ιστορικό τους πλαίσιο. Υπενθυμίζει, για παράδειγμα, ότι τα απολυταρχικά καθεστώτα βασίστηκαν στις μεθόδους της διαφημιστικής επικοινωνίας, οι οποίες τελειοποιήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αναφέρεται στις προοπτικές κοινωνικής μεταρρύθμισης που διαφαίνονται και περιγράφει την ουτοπία εκείνων που, παρά τον κυρίαρχο λόγο των μέσων που τους θέλει ανίσχυρους, δεν έχουν παραιτηθεί από την επιθυμία τους να αλλάξουν τον κόσμο:
– Ας ξεκινήσουμε από το ζήτημα των μέσων ενημέρωσης. Στην Γαλλία, τον Μάιο του 2005, κατά την διενέργεια του δημοψηφίσματος για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, η πλειονότητα του τύπου υποστήριζε θερμά το «ναι». Και όμως, το 55% των Γάλλων ψήφισε «όχι». Η ισχύ της χειραγώγησης των μέσων δεν φαίνεται άρα να είναι απόλυτη. Θα μπορούσε το «όχι» των πολιτών να θεωρηθεί «όχι» ενάντια στα μέσα ενημέρωσης;
Το έργο που συγγράψαμε μαζί με τον Εντουαρντ Χέρμαν για τη χειραγώγηση από τα μέσα ενημέρωσης, ή, αλλιώς, για την κατασκευή της συναίνεσης, δεν αφορά το ζήτημα της επίδρασης των μέσων στο κοινό. Πρόκειται για ένα περίπλοκο θέμα, αλλά οι σχετικές έρευνες εις βάθος υποδεικνύουν ότι, στην πραγματικότητα, η επιρροή των μέσων είναι πιο σημαντική στα πιο μορφωμένα στρώματα του πληθυσμού. Η μάζα της κοινής γνώμης φαίνεται να είναι λιγότερο υποτελής στον λόγο που εκφέρεται από τα μέσα ενημέρωσης.
Σε διεθνές επίπεδο είναι διάχυτη η ανησυχία σε ό,τι αφορά το αβυσσαλέο «διπλό έλλειμμα» των Ηνωμένων Πολιτειών: το εμπορικό έλλειμμα και το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Και τα δύο, όμως, διατηρούν στενή σχέση με ένα τρίτο έλλειμμα: το έλλειμμα της δημοκρατίας που ολοένα βαθαίνει, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά γενικότερα στο σύνολο του Δυτικού κόσμου.
– Κάθε φορά που κάποιος δημοσιογράφος-βεντέτα ή κάποιος παρουσιαστής τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων υψηλής ακροαματικότητας πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα αν δέχεται πιέσεις ή εάν του έχει συμβεί να υποστεί λογοκρισία, απαντά πως είναι απολύτως ελεύθερος και πως εκφράζει τις προσωπικές του πεποιθήσεις.
Πώς λειτουργεί ο έλεγχος της σκέψης σε μια δημοκρατική κοινωνία;
Το τι συμβαίνει στις δικτατορίες είναι γνωστό.
Όταν οι δημοσιογράφοι τίθενται υπό αμφισβήτηση απαντούν ευθύς αμέσως:
«Κανείς δεν με πίεσε, μόνος μου γράφω ό,τι θέλω».
Αληθεύει!
Μόνο που, εάν οι θέσεις τους ήταν αντίθετες προς την κυρίαρχη ιδεολογία, δεν θα τους επιτρεπόταν πλέον να αρθρογραφούν.
Βεβαίως, ο κανόνας δεν είναι απόλυτος: ακόμη και τα δικά μου κείμενα δημοσιεύονται στον αμερικανικό τύπο, το καθεστώς των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι απολυταρχικό. Οποιοσδήποτε όμως δεν πληροί ορισμένα στοιχειώδη κριτήρια, δεν έχει καμία πιθανότητα, ως σχολιαστής της επικαιρότητας, να προσεγγίσει το ευρύτερο κοινό.
Πρόκειται, άλλωστε, για μία από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ του προπαγανδιστικού συστήματος ενός απολυταρχικού κράτους και της διαδικασίας που ισχύει στις δημοκρατικές κοινωνίες. Υπερβάλλοντας λίγο, στα απολυταρχικά καθεστώτα το κράτος αποφασίζει ποια είναι η γραμμή πλεύσης και οι υπόλοιποι οφείλουν, στη συνέχεια, να συμμορφωθούν. Οι δημοκρατικές κοινωνίες λειτουργούν διαφορετικά.
Η «γραμμή» ουδέποτε γίνεται αντιληπτή ως τέτοια, αλλά υπονοείται. Κατά μία έννοια πρόκειται για «πλύση εγκεφάλου σε καθεστώς ελευθερίας». Ακόμη και οι «έντονες» δημόσιες αντιπαραθέσεις στα μεγάλα ΜΜΕ προσδιορίζονται από παραμέτρους για τις οποίες υφίσταται από τα πριν μία άτυπη συναίνεση και οι οποίες αφήνουν στο περιθώριο τις αντίθετες απόψεις.
Το σύστημα ελέγχου των δημοκρατικών κοινωνιών είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό – εμφυσά την γραμμή πλεύσης τους όμοια με τον αέρα που αναπνέουμε. Δεν το αντιλαμβανόμαστε και, συχνά, έχουμε την εντύπωση ότι παρακολουθούμε μία σφοδρή δημόσια διαμάχη. Κατά βάθος, έχει μακράν καλύτερες επιδόσεις από τα απολυταρχικά συστήματα.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Έχουμε την τάση να ξεχνάμε ότι ήταν τότε το ευρωπαϊκό κράτος που είχε σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο στα πεδία των τεχνών, των επιστημών, της τεχνογνωσίας, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας. Έπειτα, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μεσολάβησε η απόλυτη μεταστροφή και η Γερμανία μετατράπηκε στο πιο δολοφονικό, στο πιο βάρβαρο κράτος της ανθρώπινης Ιστορίας.
Όλα αυτά υλοποιήθηκαν διά της εμφύσησης φόβου: φόβου για τους μπολσεβίκους, τους Εβραίους, τους Τσιγγάνους – εν ολίγοις, για όλους εκείνους που, κατά τους ναζί, απειλούσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, δηλαδή τους «άμεσους κληρονόμους του ελληνικού πολιτισμού», όπως έγραφε ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ το 1935. Όμως τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης που βομβάρδισαν τον πληθυσμό με μηνύματα τέτοιου είδους άντλησαν, στην πλειονότητά τους, από τις τεχνικές μάρκετινγκ που είχαν εξελίξει… οι διαφημιστές.
Ας μην ξεχνάμε με ποιο τρόπο επιβάλλεται ανέκαθεν μια ιδεολογία. Για να κυριαρχήσει δεν αρκεί η βία – είναι απαραίτητη κάποια νομιμοποίηση διαφορετικής φύσης. Έτσι, από τη στιγμή που ένα άτομο ασκεί εξουσία πάνω σε κάποιο άλλο άτομο – ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για δικτάτορα, αποικιοκράτη, σύζυγο ή αφεντικό – χρειάζεται κάποια νομιμοποιητική ιδεολογία, πάντοτε την ίδια: η κυριαρχία γίνεται «για το καλό» του κυριαρχημένου. Υπό άλλους όρους, η εξουσία εμφανίζεται πάντοτε αλτρουιστική, ανιδιοτελής, γενναιόδωρη.
Κατά την δεκαετία του ’30, κανόνας της γερμανικής προπαγάνδας ήταν – για παράδειγμα – η επιλογή απλών λέξεων, η ακατάσχετη επανάληψή τους και η σύνδεσή τους με συναισθήματα, συγκινήσεις, φόβους. Όταν το 1938 ο Χίτλερ εισέβαλε στην Σουδητία (περιοχή Γερμανών Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας), επικαλέστηκε τους πιο ευγενείς και ανιδιοτελείς σκοπούς, την ανάγκη «ανθρωπιστικής παρέμβασης» για να αποτραπεί η «εθνική εκκαθάριση» των γερμανόφωνων και για να μπορέσουν όλοι ανεξαιρέτως να ζήσουν κάτω από την «στοργική φτερούγα» της Γερμανίας, απολαμβάνοντας την υποστήριξη της πιο προηγμένης δύναμης παγκοσμίως, στα πεδία των τεχνών και της κουλτούρας.
Σε ό,τι αφορά την προπαγάνδα, παρ’ όλο που – από μία άποψη – τίποτα δεν άλλαξε από τον καιρό της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, σημειώθηκε όμως μεγάλη βελτίωση. Τα όργανά της τελειοποιήθηκαν, κυρίως – και κατά παράδοξο τρόπο – στις πιο ελεύθερες χώρες του πλανήτη: στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ. Εκεί, και όχι κάπου αλλού, δημιουργήθηκε, κατά την δεκαετία του ’20, η σύγχρονη βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων· με άλλα λόγια, η βιομηχανία παρασκευής γνώμης ή η προπαγάνδα.
Οι εν λόγω δύο χώρες είχαν όντως προοδεύσει σε ό,τι αφορά τα δημοκρατικά δικαιώματα (ψήφος των γυναικών, ελευθερία έκφρασης κλπ) σε τέτοιο βαθμό, που οι βλέψεις για ελευθερία δεν μπορούσαν πλέον να χαλιναγωγηθούν μονάχα μέσω της κρατικής καταστολής. Υπήρξε, λοιπόν, στροφή προς τις τεχνολογίες της κατασκευής συναίνεσης.
Η βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων παράγει, με την καθαυτό έννοια του όρου, συναίνεση, αποδοχή, υποτέλεια. Ελέγχει τις ιδέες, τις σκέψεις, το πνεύμα. Συγκριτικά με τον απολυταρχισμό είναι μεγάλη πρόοδος: είναι πολύ πιο ευχάριστο να υπομείνει κανείς μια διαφήμιση παρά να βρεθεί σε κάποιον θάλαμο βασανιστηρίων.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται με τρόπο που θεωρώ ότι τις καθιστά μοναδική περίπτωση στον πλανήτη. Το φαινόμενο είναι αρκετά πρόσφατο. Κατά την δεκαετία του ’60, το Ανώτατο Δικαστήριο έθεσε πολύ υψηλά τον πήχη ως προς τον σεβασμό της ελευθεροστομίας, γεγονός που, κατά την γνώμη μου, αποτύπωνε μία θεμελιώδη αρχή η οποία εγκαθιδρύθηκε από τον 18ο αιώνα κι έπειτα, εκφράζοντας τις αξίες του Διαφωτισμού. Η θέση του Δικαστηρίου ήταν ότι ο λόγος είναι ελεύθερος από οποιονδήποτε περιορισμό, εκτός εκείνου της συμμετοχής σε κάποια εγκληματική ενέργεια. Αν, για παράδειγμα, έχοντας εισβάλει σε κάποιο κατάστημα για να το ληστέψω, κάποιος από τους συνεργούς μου οπλοφορεί κι εγώ του πω να πατήσει την σκανδάλη, η υπόδειξή μου δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις πρέπει να υπάρχει πολύ σοβαρό κίνητρο για να αμφισβητηθεί η ισχύς της ελευθερίας έκφρασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο έφτασε, μάλιστα, να αναδιατυπώσει την συγκεκριμένη αρχή υπερασπιζόμενο τις πρακτικές μελών της Κου Κουξ Κλαν.
Στην Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο όπως και, απ’ όσο γνωρίζω, στην υπόλοιπη Ευρώπη, η ελευθερία της έκφρασης προσδιορίζεται κατά τρόπο εξαιρετικά περιοριστικό. Προσωπικά θεωρώ ότι το βασικό ζήτημα είναι το εξής: το κράτος έχει το δικαίωμα να προσδιορίσει ποια είναι η ιστορική αλήθεια και να τιμωρήσει όλους όσοι απομακρύνονται από αυτήν; Το σκέπτεσθαι αντιστοιχεί με τον συμβιβασμό σε μια καθαρά σταλινική πρακτική.
Ορισμένοι Γάλλοι διανοούμενοι δεν μπορούν να παραδεχτούν ότι εκεί ακριβώς έγκειται η κλίση τους. Ωστόσο, η άρνηση μίας τέτοιας προσέγγισης δεν θα έπρεπε να υπονομεύεται από εξαιρέσεις. Το κράτος δεν πρέπει επ’ ουδενί να έχει την ευχέρεια να τιμωρήσει οποιονδήποτε ισχυρίζεται ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη Γη. Η αρχή της ελευθερίας της έκφρασης είναι, κατά κάποιο τρόπο, στοιχειώδης: είτε την υπερασπιζόμαστε ακόμη και στις περιπτώσεις γνώμης που μας προκαλούν αποτροπιασμό είτε δεν την υπερασπιζόμαστε καθόλου. Ακόμη και ο Χίτλερ και ο Στάλιν παραδέχονταν το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης εκείνων που είχαν την ίδια άποψη με τη δική τους…
Θέλω να προσθέσω ότι είναι οδυνηρό, αν όχι σκανδαλώδες, να εμπλέκεται κανείς σε διαμάχη για τα παραπάνω ζητήματα δύο αιώνες μετά την περίφημη διακήρυξη του Βολτέρου: «Θα υπερασπίζομαι τη γνώμη μου μέχρι θανάτου, αλλά θα έδινα και τη ζωή μου ακόμη για να μπορείτε να υπερασπίζεστε ελεύθερα τη δική σας». Και δεν τιμά καθόλου την μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος το να υιοθετεί κανείς ένα από τα θεμελιώδη δόγματα των βασανιστών τους.
– Σε ένα από τα βιβλία σας σχολιάζετε τη φράση του Μίλτον Φρίντμαν: «Η κερδοφορία είναι η ίδια η ουσία της δημοκρατίας»…
Για να πω την αλήθεια, οι δύο έννοιες είναι τόσο αντιφατικές μεταξύ τους, που δεν είναι καν δυνατό να τις σχολιάσει κανείς… Σκοπός της δημοκρατίας είναι τα άτομα να μπορούν να αποφασίζουν τα ίδια για την ζωή τους και για τις πολιτικές επιλογές που τα αφορούν. Η υλοποίηση κέρδους είναι παθολογία των κοινωνιών μας, η οποία βασίζεται σε συγκεκριμένες δομές. Σε μια κοινωνία έντιμη και ηθική, η έγνοια του κέρδους θα είχε περιθωριακή θέση. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το πανεπιστημιακό τμήμα όπου διδάσκω (το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης): ορισμένοι επιστήμονες εργάζονται σκληρά για να κερδίσουν πολλά χρήματα, αλλά τους θεωρούμε λίγο πολύ περιθωριακούς, προβληματικούς, σχεδόν παθολογικές περιπτώσεις. Το πνεύμα που εμφυσά την ακαδημαϊκή κοινότητα είναι, μάλλον, να προσπαθεί κανείς να κάνει ανακαλύψεις, τόσο για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του ανησυχίες, όσο και για το καλό όλων.
– Σας τοποθετούν στην κατηγορία των αναρχικών ή των ελευθεριακών σοσιαλιστών. Στη δημοκρατία, όπως την αντιλαμβάνεστε εσείς, ποια θα ήταν η θέση του κράτους;
Ζούμε στον κόσμο που ζούμε, και όχι σε κάποιο φανταστικό σύμπαν. Σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν τυραννικές δομές – πρόκειται για τις μεγάλες εταιρείες. Είναι οι πιο στενοί συγγενείς των απολυταρχικών θεσμών. Δεν έχουν, για να το πούμε κι έτσι, καμία υποχρέωση να δώσουν λογαριασμό στο κοινό, στην κοινωνία· δρουν όπως τα αρπακτικά, με θήραμα άλλες επιχειρήσεις.
Για να αμυνθούν, οι πληθυσμοί δεν διαθέτουν παρά ένα και μοναδικό όργανο: το κράτος. Όμως, η ασπίδα του δεν είναι τόσο αποτελεσματική γιατί, γενικά, συνδέεται στενά με τα αρπακτικά. Με μία, μόνο, διαφορά: ενώ, για παράδειγμα, η General Electric δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, το κράτος οφείλει συχνά να δώσει εξηγήσεις στον πληθυσμό.
Όταν η δημοκρατία θα έχει διευρυνθεί σε βαθμό που οι πολίτες θα ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και συναλλαγής, θα συμμετέχουν στην λειτουργία και θα έχουν ενεργό ρόλο στην διαμόρφωση του γενικότερου πλαισίου του βίου τους, τότε θα γίνει εφικτή η σταδιακή εξάλειψη των κρατικών δομών. Το κράτος θα αντικατασταθεί από εθελοντικές ενώσεις, οι οποίες θα εδράζονται στους χώρους εργασίας και κατοικίας των ατόμων.
– Δεν αληθεύει ότι όλες οι μορφές αυτο-οργάνωσης βάσει των αναρχικών κριτηρίων κατέρρευσαν εν τέλει;
Δεν υπάρχουν παγιωμένα «αναρχικά κριτήρια», δηλαδή κάποιου είδους ελευθεριακή κατήχηση στην οποία θα όφειλε κανείς να δηλώσει πίστη και υποταγή. Ο αναρχισμός, όπως τον κατανοώ εγώ τουλάχιστον, είναι κίνημα που εκκινεί από την ανθρώπινη σκέψη και πράξη, με στόχο να αναδείξει τις δομές ισχύος και κυριαρχίας, να απαιτήσει την διαφανή νομιμοποίησή τους και, εφόσον αυτές – όπως συμβαίνει συχνά – αποδειχθούν ανεπαρκείς, να προσπαθήσει να τις υπερβεί.
Μακράν του να είναι «παρωχημένος», ο αναρχισμός, η ελευθεριακή σκέψη, είναι απολύτως θεμιτά. Αποτελούν κοιτίδα της πραγματικής προόδου σε πλήθος περιπτώσεων. Μορφές καταστολής και αδικίας οι οποίες ήταν μετά βίας αναγνωρίσιμες και δεν προκαλούσαν καν την αντίσταση, δεν γίνονται πλέον ανεκτές. Το γεγονός είναι κατόρθωμα και φανερώνει πρόοδο του ανθρώπινου είδους συνολικά – όχι την αποτυχία του».

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ: Ο ΝΟΑΜ ΤΣΟΜΣΚΙ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ· ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ Η ΟΜΟΤΙΤΛΗ ΤΑΙΝΙΑ

Το βιβλίο του «Κατασκευάζοντας συναίνεση: Ο Νόαμ Τσόμσκι και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας» είναι και αυτό που τον κάνει επίκαιρο. Πρόκειται για κείμενα τα οποία ακούγονται στην ομότιτλη, βραβευμένη ταινία των Πίτερ Ουιντόνικ και Μαρκ Άχμπαρ. Το κείμενο της ταινίας (που θα δείτε παρακάτω) βέβαια συμπληρώνεται και από άλλα κείμενα (συνεντεύξεις, αλληλογραφία, κείμενα συνεργατών του), έτσι που το βιβλίο να είναι τελικά ένα πορτρέτο του πιο κριτικού διανοουμένου της εποχής μας. Στο βιβλίο αυτό (και στην ταινία) θα δείτε τι λέει για την γλώσσα, για την ευθύνη των διανοουμένων, για το σχολείο(όπως ότι ο σκοπός της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι ο έλεγχος της ανάπτυξης του παιδιού προς έναν συγκεκριμένο προκαθορισμένο στόχο) και φυσικά για τα ΜΜΕ τα οποία είναι φορές που έχουν την λειτουργία του αφορισμού.
ΜΜΕ: Εξουσία και πρότυπα
Δεν θέλω να επιβάλλω στην γυναίκα και στα παιδιά μου έναν τρόπο ζωής που σίγουρα δεν έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους, δηλαδή αυτόν της δημόσιας έκθεσης, της έκθεσης στα ΜΜΕ -αυτό είναι δική τους επιλογή και δεν πιστεύω ότι οι ίδιοι έχουν επιλέξει κάτι τέτοιο, δεν τους το επιβάλλω εγώ. Και ειλικρινά θα ήθελα να τους προστατεύσω από αυτό.
Το δεύτερο σημείο, και ίσως είναι κάτι σαν θέμα αρχής, είναι ότι είμαι μάλλον ενάντιος στην όλη έννοια της ανάπτυξης δημόσιων προσωπικοτήτων οι οποίες αντιμετωπίζονται ως σταρ του ενός είδους ή του άλλου, όπου πλευρές της προσωπικής ζωής τους υποτίθεται ότι έχουν κάποια σημασία και τα λοιπά.
Κατασκευή συναίνεσης
Όταν μιλάμε για κατασκευή συναίνεσης, μπορούσε να εντοπίσουμε δύο στόχους για την προπαγάνδα. Ένας είναι αυτός που μερικές φορές αποκαλείται πολιτική τάξη.
Υπάρχει ίσως ένα 20% του πληθυσμού που έχει μια σχετική εκπαίδευση, περισσότερο ή λιγότερο αρθρωμένη, και που παίζει κάποιο ρόλο στην λήψη των αποφάσεων. Υποτίθεται ότι συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή ­ είτε ως διευθυντικά στελέχη είτε ως διαχειριστές της κουλτούρας, όπως δάσκαλοι, συγγραφείς κτλ. Υποτίθεται ότι ψηφίζουν, υποτίθεται ότι παίζουν κάποιο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο πορεύεται η οικονομική, η πολιτική και η πολιτισμική ζωή. Έτσι, η συναίνεσή τους είναι ζωτικής σημασίας. Αυτή είναι η μία ομάδα που πρέπει να κατηχηθεί σε βάθος. Στην συνέχεια υπάρχει ίσως ένα 80% του πληθυσμού, η κύρια λειτουργία του οποίου είναι να ακολουθεί διαταγές και να μη σκέφτεται και να μη δίνει προσοχή σε τίποτε ­ και είναι αυτοί που συνήθως πληρώνουν το κόστος.
Πολύ νωρίς ήδη, το 1947, ένας υπάλληλος δημοσίων σχέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρατήρησε ότι «οι έξυπνες δημόσιες σχέσεις απέδωσαν, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν και όπως θα κάνουν πάλι στο μέλλον». Η κοινή γνώμη «δεν μετακινείται προς τα δεξιά, μετακινήθηκε ήδη ­ με έξυπνο τρόπο ­ στα δεξιά». «Την στιγμή όπου ο υπόλοιπος κόσμος μετακινήθηκε προς τα αριστερά, αποδέχθηκε Εργατικούς στην κυβέρνηση, πέρασε φιλελεύθερη νομοθεσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αντικοινωνική αλλαγή, αντιοικονομική αλλαγή, αντι-Εργατική αλλαγή».
Τα πραγματικά θύματα των πολιτικών
Τα πραγματικά θύματα των πολιτικών που περιγράφω εδώ και καιρό είναι εκατομμύρια άνθρωποι που υποφέρουν, βασανίζονται και κακοποιούνται σε όλο τον Τρίτο Κόσμο. Οι πολύ αποτελεσματικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί μας μας αποτρέπουν από το να το δούμε αυτό, με εξαίρεση κάποιες σποραδικές περιπτώσεις. Αν είχαμε ειλικρίνεια και ηθικό κουράγιο, δεν θα αφήναμε να περάσει ούτε μία ημέρα χωρίς να ακούσουμε τις φωνές των θυμάτων της δράσης ή της αδράνειάς μας. Θα ανοίγαμε το ραδιόφωνο το πρωί και θα ακούγαμε την ανταπόκριση για την επιχείρηση του στρατού της Γουατεμάλας στην επαρχία Quiche ­ τον οποίο τροφοδοτούν και υποστηρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο πελάτης τους, το Ισραήλ ­ κατά την οποία οι στρατιώτες μπήκαν σε μια μικρή πόλη, συγκέντρωσαν τον πληθυσμό της στο δημαρχείο, πήραν όλους τους άνδρες και τους αποκεφάλισαν, βίασαν τις γυναίκες και μετά τις δολοφόνησαν και πήραν τα παιδιά στο παρακείμενο ποτάμι και τα σκότωσαν συνθλίβοντας τα κεφάλια τους στους βράχους.
Λίγοι άνθρωποι ξέφυγαν και εξιστόρησαν τα γεγονότα, αλλά όχι σ’ εμάς. Θα ανοίγαμε το ραδιόφωνό μας το απόγευμα και θα ακούγαμε έναν πορτογάλο ιερέα στο Timor να διηγείται πώς ο ινδονησιακός στρατός, απολαμβάνοντας συνεχή και ζωτικής σημασίας στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, υποχρεώνει χωρικούς να μαχαιρώσουν ή να ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου ανθρώπους που υποστηρίζουν την αντίσταση, συμπεριλαμβανομένων και μελών της ίδιας τους της οικογένειας. Και το βράδυ θα ακούγαμε μερικά από τα θύματα που γλίτωσαν από τον πιο πρόσφατο βομβαρδισμό εναντίον χωριών ή εναντίον πολιτών που είχαν πάρει τον δρόμο της φυγής στο Σαλβαδόρ ­ βομβαρδισμό που έκαναν μαχητικά αεροπλάνα των Ηνωμένων Πολιτειών πετώντας από τα καταφύγιά τους στην Ονδούρα και στον Παναμά.
Θα παρουσιάζαμε στους εαυτούς μας το παγερό αρχείο της τρομοκρατίας και των βασανιστηρίων στα οποία υπόκεινται οι εξαρτημένοι από μας, αρχείο που συντάσσουν η Διεθνής Αμνηστία, το America’s Watch, η Survival International και άλλες ευυπόληπτες οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αλλά απομονώνουμε με επιτυχία τους εαυτούς μας από αυτή τη σκληρή πραγματικότητα. Κάνοντας αυτό, βυθιζόμαστε σε ένα επίπεδο δειλίας και ηθικής φαυλότητας που έχει παρουσιαστεί λίγες φορές στον σύγχρονο κόσμο. Βοηθάμε επίσης να φουντώσουν οι φλόγες που θα οδηγήσουν σε μια μεγάλη πυρκαϊά που, πιθανότατα, θα ζώσει κι εμάς.
Η ευθύνη των διανοουμένων
Όσον αφορά την ευθύνη των διανοουμένων, υπάρχουν ακόμη άλλα, εξίσου ενοχλητικά, ερωτήματα. Οι διανοούμενοι είναι σε θέση να εκθέτουν τα ψεύδη των κυβερνήσεων, να αναλύουν πράξεις σύμφωνα με τις αιτίες, τα κίνητρα και συχνά τις κρυφές σκοπιμότητές τους. Στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο, έχουν τη δύναμη που προκύπτει από την πολιτική ελευθερία τους, από την πρόσβασή τους στην πληροφόρηση και από την ελευθερία για έκφραση. Για μια προνομιούχο μειονότητα, η δυτική δημοκρατία παρέχει την άνεση, τις ευκολίες και την εκπαίδευση να αναζητήσει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τον πέπλο της διαστρέβλωσης και της παρερμηνείας, της ιδεολογίας και του ταξικού συμφέροντος, μέσω του οποίου μάς παρουσιάζονται τα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας. Οι ευθύνες των διανοουμένων, συνεπώς, είναι πολύ βαθύτερες από αυτό που ο (Dwight) MacDonald αποκαλεί «ευθύνη των λαών», δεδομένων των μοναδικών προνομίων που αυτοί απολαμβάνουν… Είναι ευθύνη των διανοουμένων να λένε την αλήθεια και να εκθέτουν τα ψεύδη.
Σχολείο εστί περίοδος αυστηρής πειθάρχησης και ελέγχου
Όταν σκέφτομαι το παρελθόν, υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο εκεί. Αυτό είναι γενικά το σχολείο, υποθέτω. Είναι μια περίοδος αυστηρής πειθάρχησης και ελέγχου, μέρος της οποίας ενέχει άμεση κατήχηση που παρέχει ψευδείς πίστεις. Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, νομίζω, είναι ο τρόπος και το στυλ παρεμπόδισης και υπονόμευσης της ανεξάρτητης και δημιουργικής σκέψης και επιβολής ιεραρχιών και ανταγωνιστικότητας και της ανάγκης να υπερέχεις, όχι με την έννοια να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, αλλά να τα πηγαίνεις καλύτερα από τον διπλανό. Τα σχολεία βέβαια διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά νομίζω ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι συνηθισμένα. Γνωρίζω ότι δεν είναι απαραίτητα, επειδή, για παράδειγμα, το σχολείο στο οποίο εγώ πήγα ως παιδί δεν ήταν καθόλου έτσι.
Νομίζω ότι τα σχολεία μπορούν να λειτουργήσουν πολύ διαφορετικά. Αυτό θα ήταν πολύ σημαντικό, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι καμία κοινωνία βασισμένη σε εξουσιαστικούς και ιεραρχικούς θεσμούς δεν θα ανεχόταν για πολύ καιρό ένα τέτοιο σχολικό σύστημα.
Ο σκοπός της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι ο έλεγχος της ανάπτυξης του παιδιού προς έναν συγκεκριμένο προκαθορισμένο στόχο, επειδή κάθε τέτοιος στόχος πρέπει να τεθεί με αυθαίρετα εξουσιαστικά μέσα. Αντίθετα, σκοπός της εκπαίδευσης πρέπει να είναι το να επιτρέπει στην αρχή της [βιολογικής] ανάπτυξης της ζωής να πάρει τη δική της ατομική πορεία και το να διευκολύνει αυτή τη διαδικασία με συμπάθεια, ενθάρρυνση και πρόκληση και αναπτύσσοντας ένα πλούσιο και διαφοροποιημένο πλαίσιο και περιβάλλον.
Η σημασία των υπολογιστών για μια προηγμένη τεχνολογικά κοινωνία
Αν είναι σωστό ­ όπως πιστεύω ότι είναι ­ ότι ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης είναι η ανάγκη για δημιουργική εργασία ή για δημιουργική έρευνα, για ελεύθερη δημιουργία χωρίς τα αυθαίρετα περιοριστικά αποτελέσματα καταπιεστικών θεσμών, τότε βέβαια συνεπάγεται ότι μια αξιοπρεπής κοινωνία θα μεγιστοποιούσε τις δυνατότητες πραγμάτωσης αυτού του θεμελιώδους χαρακτηριστικού. Έτσι, ένα ομοσπονδοποιημένο σύστημα ελεύθερων ενώσεων που ενσωματώνει τόσο οικονομικούς όσο και κοινωνικούς θεσμούς θα αποτελούσε αυτό στο οποίο αναφέρομαι με τον όρο «αναρχοσυνδικαλισμός». Και μου φαίνεται ότι αυτή είναι η κατάλληλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης για μια προηγμένη τεχνολογικά κοινωνία, στην οποία τα ανθρώπινα όντα δεν θα πρέπει να ωθούνται στη θέση των εργαλείων, στη θέση των γραναζιών μιας μηχανής.
Κοιτώντας απλώς την εποχή στην οποία βρισκόμαστε τώρα, μου φαίνεται ότι το παρόν επίπεδο της τεχνολογίας μας μάς δίνει τεράστιες δυνατότητες για να εξαλείψουμε τους καταπιεστικούς θεσμούς… Λέγεται συχνά ότι η προηγμένη τεχνολογία κάνει επιτακτική την παραχώρηση του ελέγχου των θεσμών στα χέρια μικρών διευθυντικών ομάδων. Αυτό είναι μια τέλεια ανοησία. Αυτό που μπορεί να κάνει πρώτα απ’ όλα ο αυτοματισμός είναι να απαλλάξει τους ανθρώπους από τεράστια ποσότητα βλακώδους εργασίας, κάνοντάς τους έτσι ελεύθερους για άλλα πράγματα. Επίσης οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές καθιστούν δυνατή μια πολύ γρήγορη ροή πληροφοριών. Ολοι θα μπορούσαν να κατέχουν συντριπτικά περισσότερες και πιο σημαντικές πληροφορίες από όσο κατέχουν σήμερα. Δημοκρατικές αποφάσεις θα μπορούσαν να λαμβάνονται άμεσα από όλους τους ενδιαφερομένους… Βέβαια η τεχνολογία δεν χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Χρησιμοποιείται για καταστροφικούς σκοπούς.

Η ΤΑΙΝΙΑ

Ο λόγος για την ομότιτλη ταινία, για την ακρίβεια, ένα από τα πιο πολυβραβευμένα ντοκιμαντέρ (22 βραβεία και 50 συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ) «Η Κατασκευή της Συναίνεσης: ο Νόαμ Τσόμσκι και τα ΜΜΕ».
Ο Τσόμσκι υποστηρίζει ότι τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ είναι, αν όχι «φερέφωνα», τουλάχιστον εκφραστές των συμφερόντων του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου (των «πολυεθνικών»):
Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι να υπερασπίζονται την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ατζέντα των προνομιούχων ομάδων που κυριαρχούν στην κοινωνία και στο κράτος.
Αυτή η εξάρτηση από την πολιτική και οικονομική εξουσία κάνει τα ΜΜΕ όργανα προπαγάνδας και όχι ενημέρωσης.
Οι έλεγχοι τους οποίους ασκεί η οικονομική και η πολιτική εξουσία μέσω των ΜΜΕ στις «Δημοκρατίες της Δύσης» διαφέρουν από αυτούς των ολοκληρωτικών καθεστώτων κι έτσι οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» δεν είναι η σοβιετική «Πράβδα». Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα όσων αποτυπώνονται στο χαρτί είναι «εφάμιλλης ομοιογένειας και συμμόρφωσης.
Το φαινόμενο δεν είναι παράδοξο, επισημαίνει, ενώ η κατάδειξή του δεν συνιστά θεωρία συνωμοσίας:
Τίποτα δεν είναι πιο άσχετο σε αυτά που συζητήσαμε από μια θεωρία συνωμοσίας. Αν αναλύσω το οικονομικό σύστημα και πω ότι η General Motors προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το κέρδος και το μερίδιο της αγοράς, αυτό δεν είναι θεωρία συνωμοσίας, είναι ανάλυση των θεσμών. Δεν έχει καμία σχέση με τις συνωμοσίες και είναι η ίδια ακριβώς λογική που εφαρμόζεται για τα μέσα ενημέρωσης. Η φράση «θεωρία συνωμοσίας» αναφέρεται συνεχώς και νομίζω πως έχει σκοπό ακριβώς να αποθαρρύνει τη θεσμική ανάλυση.
Θέλοντας να τονίσει τους περιορισμούς των δελτίων ειδήσεων και των ειδησεογραφικών εκπομπών που κατά κανόνα δεν επιτρέπουν εμβάθυνση στις αναλύσεις, σημειώνει:
Ας υποθέσουμε ότι εμφανίζομαι και μέσα σε δυο λεπτά πω ότι ο Καντάφι είναι τρομοκράτης ο Χομεϊνί δολοφόνος και ότι οι Ρώσοι εισέβαλαν στο Αφγανιστάν. Δεν χρειάζομαι αποδείξεις, όλοι θα συμφωνήσουν. Ας υποθέσουμε όμως ότι πω κάτι που δεν αναμασάει τα συμβατικά πιστεύω. Ας υποθέσουμε ότι πω κάτι που δεν είναι αυτό που περιμένουν. Ας υποθέσουμε ότι πω… «Οι μεγαλύτερες διεθνείς τρομοκρατικές επιχειρήσεις είναι αυτές που γίνονται από την Ουάσινγκτον». Ή ας υποθέσουμε ότι πω: «Τη δεκαετία του ’80 η κυβέρνηση των ΗΠΑ λειτουργούσε υπόγεια». Ας υποθέσουμε ότι πω:
– «οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Νότιο Βιετνάμ». «Οι καλύτεροι πολιτικοί ηγέτες είναι τεμπέληδες και διεφθαρμένοι».
– «Αν εφαρμόζονταν οι νόμοι της Νυρεμβέργης, τότε όλοι οι μεταπολεμικοί πρόεδροι των ΗΠΑ θα είχαν κρεμαστεί».
– «Η Βίβλος είναι πιθανότατα το βιβλίο με τις περισσότερες γενοκτονίες».
– «Η εκπαίδευση είναι ένα σύστημα επιβαλλόμενης άγνοιας» – «Δεν υπάρχει περισσότερη ηθική στις διεθνείς σχέσεις απ’ ό,τι υπήρχε στην εποχή του Τζέγκις Χαν. Απλώς υπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες».
Τότε οι άνθρωποι θα θελήσουν να καταλάβουν τι εννοώ. Εύλογα θα σκεφτούν: «Γιατί το είπες αυτό; Δεν το έχω ξανακούσει αυτό. Αφού το είπες θα πρέπει να δώσεις μια εξήγηση.
Ίσως μερικές αποδείξεις και καλύτερα να έχεις πολλές αποδείξεις γιατί αυτό είναι ένα αρκετά αναπάντεχο σχόλιο. Ωστόσο δεν μπορείς να δώσεις αποδείξεις όταν μιλάς συνοπτικά. Αυτή είναι η μεγαλοφυΐα αυτού του δομικού περιορισμού
».
 >>> Δείτε το ντοκιμαντέρ «Η Κατασκευή της Συναίνεσης και τα ΜΜΕ» με ελληνικούς υπότιτλους: 



Από: 
http://osarena.net/editorial-martioy-2016-mme-plysi-egkefaloy-se-kathestos-eleytherias
  


http://gregordergrieche.blogspot.gr/2016/03/blog-post_86.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου